Αρχές δεκαετίας του ’90. Η φινλανδή υπουργός Παιδείας επισκέπτεται τον σουηδό ομόλογό της, ο οποίος θα της πει ότι μέχρι το 2000 το σουηδικό εκπαιδευτικό σύστημα θα βρισκόταν στην κορυφή του κόσμου. Εκείνη θα του απαντήσει πως ο στόχος της δικής της χώρας είναι πολύ πιο μετριοπαθής. Της αρκεί να βρεθεί μπροστά από τη Σουηδία. Πράγματι, βάσει όλων των διεθνώς αποδεκτών κριτηρίων, μέσα σε λίγα χρόνια η Φινλανδία ξεπέρασε τη Σουηδία. Παρεμπιπτόντως, στους περισσότερους κρίσιμους δείκτες κατέκτησε κι εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως.
Εάν ενδιαφέρει και την Ελλάδα η περίπτωση της σκανδιναβικής χώρας, δεν είναι επειδή το εκπαιδευτικό της σύστημα, με έμφαση στο σχολείο, έχει καταστεί αντικείμενο συστηματικής μελέτης από όλες τις χώρες που αποδίδουν αξία στην παιδεία, δεν είναι επειδή πρόκειται για μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα -είναι επειδή πρόκειται για μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα που αντιμετώπισε πολύ σοβαρή οικονομική κρίση το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 και παρ’ όλα αυτά, ή ακριβέστερα, επιχειρώντας να την ξεπεράσει, δημιούργησε ένα αξιοζήλευτο εκπαιδευτικό πρότυπο.
Βεβαίως, δεν υπάρχει κάποια «μαγική» φινλανδική φόρμουλα, την οποία απλώς μπορούμε να αντιγράψουμε. Έτσι κι αλλιώς αρκετά στοιχεία της δικής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι είτε επιθυμητό είτε εφικτό να υιοθετήσουμε.
Άλλωστε, αν κάτι κάνει τόσο ξεχωριστή την επιτυχία των φινλανδών είναι ότι αγνόησαν ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες επιταγές μιας εκπαιδευτικής ορθοδοξίας που έχει διαμορφωθεί διεθνώς κι αντ’ αυτού λειτούργησαν με πνεύμα εκλεκτισμού, συναρθρώνοντας στοιχεία που είχαν ήδη και χρειάζονταν ενίσχυση ή αναπροσαρμογή με στοιχεία που υπήρχαν σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία ωστόσο εισήγαγαν στο δικό τους με πολύ στοχευμένους και προσεκτικούς χειρισμούς.
Σ’ αυτήν τη μικρή σκανδιναβική χώρα επιμένουν να καλλιεργούν στο σχολείο τη συνεργασία, αντί για τον ανταγωνισμό, να συγκροτούν ένα χαλαρό περιβάλλον μάθησης, αντί να δίνουν προτεραιότητα στις εξετάσεις, να αδιαφορούν για κάθε είδους τυποποίηση και να μην αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς ούτε να εξαρτούν τη χρηματοδότηση των σχολείων από τις επιδόσεις των μαθητών.
Και, βέβαια, δε μπήκαν στον πειρασμό των ιδιωτικοποιήσεων. Η εκπαίδευση θεωρείται, αυτονόητα, δημόσιο αγαθό. Το 97,5% των πόρων που διατίθενται για αυτήν είναι δημόσιοι. Ως αποτέλεσμα, η Φινλανδία διαθέτει τους πιο μορφωμένους πολίτες στον κόσμο, παρέχει ίσες ευκαιρίες μόρφωσης κι αξιοποιεί με μεγάλη αποτελεσματικότητα τους σχετικούς πόρους.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια συναρπαστική ιστορία. Και μας αφορά -πώς συγκροτείται η δημόσια πολιτική, πώς εμπλέκεται ενεργά η ίδια η εκπαιδευτική κοινότητα, πώς δημιουργείται ευρεία κοινωνική συναίνεση ως προς τους στόχους και τις μεθόδους κ.ο.κ.- ιδίως καθώς στη δική μας περίπτωση η πιο γνωστή και σημαντική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση εξακολουθεί να είναι «η μεταρρύθμιση που δεν έγινε» (κατά την ομότιτλη κλασική μελέτη του Αλέξη Δημαρά).
Αυτήν την ιστορία αφηγείται στα Φινλανδικά Μαθήματα ο Pasi Sahlberg, μια σημαίνουσα προσωπικότητα της εκπαίδευσης στη χώρα του, την οποία κι επί μακρόν υπηρετεί με διάφορες ιδιότητες. Και μας προειδοποιεί από τις πρώτες σελίδες: «Σε αυτή την εποχή των άμεσων αποτελεσμάτων, η εκπαίδευση απαιτεί μια διαφορετική νοοτροπία. Η μεταρρύθμιση των σχολείων αποτελεί μια σύνθετη και αργή διαδικασία. Η επίσπευση αυτής της διαδικασίας σημαίνει την καταστροφή της».
Οι φινλανδοί αρχίζουν το σχολείο ένα χρόνο αργότερα, στα επτά τους, αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στη μελέτη (περιττό να ειπωθεί: δεν ξέρουν τι θα πει φροντιστήριο) -κι επομένως παίζουν περισσότερο- αγχώνονται πολύ λιγότερο καθώς δίνουν ελάχιστες εξετάσεις στις οποίες εξίσου ελάχιστη σημασία αποδίδεται, μετέχουν ενεργητικά σε ένα ανοιχτό, διαδραστικό μαθησιακό περιβάλλον που δίνει έμφαση στη συνεργασία και τη δικαιοσύνη.
Το σχολείο τους είναι ένα όμορφο, «ζεστό» περιβάλλον που υποβάλλει την αίσθηση της οικειότητας. Αφήνουν τα παπούτσια τους στην είσοδο και προσφωνούν τους δασκάλους τους με το μικρό τους όνομα. Τελικά μορφώνονται, με την ουσιαστική έννοια του όρου, ως άνθρωποι κι ως πολίτες, αλλά επιπλέον και «χρήσιμες» δεξιότητες αναπτύσσουν.
Όντας δάσκαλος πια, δε διδάσκει πολλές ώρες, αλλά αφιερώνει σημαντικό τμήμα του χρόνου του, από κοινού με τους συναδέλφους του, στο σχεδιασμό ή στην αποτίμηση του αναλυτικού προγράμματος και γενικότερα στο διαρκή αναστοχασμό κάθε πτυχής της εκπαιδευτικής διαδικασίας που, ευτυχώς, δεν ελέγχεται ασφυκτικά από το Υπουργείο Παιδείας (υπενθύμιση: άλλο δημόσιο αγαθό, άλλο κρατισμός).
Η σύγκριση με αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι συντριπτική. Η καταβαράθρωση του μισθού των εκπαιδευτικών έρχεται πια να συνδυαστεί -με τη διαθεσιμότητα και τα παρακολουθήματά της- με συνθήκες ακραίας επαγγελματικής ανασφάλειας και τη συνακόλουθη απαξίωση του επαγγέλματος, την οποία παρακολουθεί ανήμπορη ή αδιάφορη μια κοινωνία που ανέκαθεν αντιμετώπιζε λίγο-πολύ εργαλειακά την εκπαίδευση (ως μέσο για επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική άνοδο).
Η συγκρουσιακή κατάσταση στην οποία λαμβάνουν χώρα οι όποιες αλλαγές πλήττουν ακόμη περισσότερο την έτσι κι αλλιώς χαμηλή εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές ομάδες μεταξύ τους, και βεβαίως με το κράτος. Το κοινωνικό κόστος που θα έχει αυτή η διαλυτική κατάσταση θα φανερωθεί στην πληρότητά του στο μέλλον. Προφανώς, το ίδιο πράγμα απεικονίζεται στα καλοσχεδιασμένα powerpoint των σοφών τεχνοκρατών της Τρόικας ως εξοικονόμηση κι εξορθολογισμός.
Στην πιθανή ένσταση ότι ένα κράτος υπό χρεοκοπία δεν έχει πολλά περιθώρια, ακόμη κι ένα αμιγώς οικονομικίστικο σκεπτικό αν ακολουθήσουμε, η απάντηση έρχεται και πάλι από τη Φινλανδία.
Όταν τη δεκαετία του ’90 χτυπήθηκε από την κρίση (ανεργία 20%, μείωση ΑΕΠ 13%, υψηλό δημόσιο χρέος, κλυδωνισμός τραπεζικού συστήματος) η κοινωνία αντέδρασε με σύνεση, αυτοπεποίθηση και συναίνεση κι επέλεξε να αλλάξει οικονομικό μοντέλο: από την ξυλεία και την παραδοσιακή βιομηχανία έδωσε πια έμφαση στην τεχνολογία και την καινοτομία (π.χ. Nokia), που θα πει έδωσε μέγιστη προτεραιότητα στην εκπαίδευση και την έρευνα, αυξάνοντας τους σχετικούς πόρους (και βεβαίως επανασχεδιάζοντας την κατανομή τους), την ίδια στιγμή που έκανε δραματικές περικοπές αλλού.
«Η εκπαίδευση θεωρήθηκε απαραίτητη επένδυση -όχι απλώς δαπάνη- για να βοηθήσει στην ανάπτυξη της καινοτομίας, παίζοντας το ρόλο του τρίτου παράγοντα στο φινλανδικό τρίγωνο της γνώσης και της καινοτομίας». Εμείς κάνουμε το αντίστροφο: η περικοπή των πόρων γίνεται κατεξοχήν σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος και στην επιστημονική έρευνα, λες και θέλουμε να ευτοεγκλωβιστούμε σε ένα μοντέλο χαμηλού εργασιακού κόστους, χαμηλής ειδίκευσης κι αμορφωσιάς. Όσο περισσότερο συνεχίζουμε σ’ αυτήν την κατεύθυνση, τόσο πιο πιθανό γίνεται κάποια στιγμή να γραφτούν τα ελληνικά μαθήματα. Μαντεύετε το περιεχόμενό τους.
Πηγή: Book Press
Το Σουηδικό Εκπαιδευτικό Σύστημα Σήμερα
Προσχολική αγωγή
Το πρώτο στάδιο εκπαίδευσης περιλαμβάνει την προσχολική εκπαίδευση (förskolan) για παιδιά κάτω των 6 ετών. Στην ηλικία των έξι ετών σε όλα τα παιδιά προφέρεται μια θέση στο μη-υποχρεωτικό νηπιαγωγείο (förskoleklasse) που στοχεύει στην προετοιμασία για την μετέπειτα σχολική ζωή. Το κομμάτι αυτό της εκπαίδευσης συνδυάζει τις παιδαγωγικές μεθόδους του νηπιαγωγείο (pre-school) και της δημοτικής εκπαίδευσης και έχει προπαρασκευαστικό ρόλο (Εκπαίδευση στην Σουηδία)[4].
Η κοινότητα έχει την υποχρέωση πρόνοιας για τα παιδιά των πολιτών που σπουδάζουν ή εργάζονται. Τους εξασφαλίζει, λοιπόν, δομές όπως παιδικούς σταθμούς, σχολικούς παιδότοπους, κέντρα ελεύθερου χρόνου και κέντρα με ανοικτές ψυχαγωγικές δραστηριότητες για τις ώρες πριν-μετά το «σχολείο» ή κατά τη διάρκεια διακοπών. Το 2004 θεσπίστηκε νόμος, ο οποίος επιτρέπει στα παιδιά άνεργων γονέων ή μονογονεϊκών οικογενειών να γίνονται δεκτά χωρίς δίδακτρα σε σταθμούς. Τα παιδιά με ειδικές ανάγκες καλύπτονται με ειδικό αλλά συνήθως αυτά τα παιδιά ενσωματώνονται, όπου μπορούν στις κανονικές προσχολικές τάξεις (Μπιλάλη 2008)[5].
Στόχοι της προσχολικής εκπαίδευσης είναι η μάθηση και η ανάπτυξη των νηπίων μέσα από το παιχνίδι. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των παιδιών σύμφωνα με το αντίστοιχο αναλυτικό πρόγραμμα, ενώ και η ενημέρωση και διαπαιδαγώγηση σχετικά με την ισότητα των φύλων δεν μένει αναξιοποίητη. Απώτερος στόχος είναι η άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, κυρίως ανάμεσα σε άτομα διαφορετικού φύλου.[6]
Υποχρεωτική εκπαίδευση
Η εκπαίδευση στο Grundskola (βασική) είναι εννεαετής και υποχρεωτική, από την ηλικία των 7 έως την ηλικία των 13. Από την ηλικία των 13 έως 16 ετών τα παιδιά φοιτούν στο Högstadium, που αποτελεί την ανώτερο κομμάτι της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Σε όλη τη βαθμίδα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης προσφέρεται δωρεάν εξωσχολική φροντίδα πριν και μετά τις ώρες διδασκαλίας. Τέλος εκτός από τα παραδοσιακά σχολεία, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ανήκουν και τα σχολεία για τους πληθυσμούς Saami της βόρειας Σουηδίας (specialskolor) αλλά και σχολεία για άτομα με ειδικές ανάγκες (särskolor)[7].
Σκοπός της βασικής εκπαίδευσης είναι να παρέχει σε όλους τους μαθητές/τριες γνώσεις και δεξιότητες, για να δημιουργηθούν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, ευτυχισμένα, ικανά και υπεύθυνα άτομα για την κοινωνία. Αξίζει να σημειωθεί η θέσπιση νόμου κατά των διακρίσεων το 2006, ο οποίος αφορά διακρίσεις φύλου, φυλής, κοινωνικοοικονομικού status, ειδικών προβλημάτων και αναπηριών, καθώς και την εξευτελιστική συμπεριφορά απέναντι σε άλλους μαθητές/τριες (Μπιλάλη 2008)[8].
Οι εκπαιδευτικοί έχουν ειδικευτεί στη διδασκαλία σε μικρότερες ή μεγαλύτερες τάξεις της υποχρεωτικής εκπαίδευσης καθώς και σε δύο μαθήματα. Το υπόλοιπο προσωπικό των σχολείων αποτελείται από κοινωνικό λειτουργό, ψυχολόγο, νοσοκόμο, φροντιστή, υπεύθυνους για την καθαριότητα, μάγειρες για τα σχολικά γεύματα, βιβλιοθηκάριο και τεχνικό υπολογιστών. Τα μεσημεριανά σχολικά γεύματα είναι δωρεάν στα σχολικά εστιατόρια και όλα τα σχολεία διαθέτουν πλήρως εξοπλισμένες βιβλιοθήκες με επιστημονική οργάνωση. Επιμέρους μικρότεροι χώροι 3-4-5 ατόμων, ή ατομικοί χώροι μελέτης για παιδιά με διάσπαση προσοχής στα σουηδικά σχολεία είναι κάτι συνηθισμένο (Μπιλάλη 2008)[9].
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση απευθύνεται σε μαθητές/τριες 16 ετών και είναι τριετής. Δεν είναι υποχρεωτική και παρέχεται δωρεάν. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι σχεδόν όλοι οι μαθητές/τριες συνεχίζουν τη φοίτηση τους στο Gymnasium μετά το τέλος της υποχρεωτικής τους εκπαίδευσης. Προϋπόθεση για την εισαγωγή τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι μια βαθμολογία που να υπερβαίνει τη βάση στα μαθήματα της Σουηδικής και Αγγλικής γλώσσας και στα Μαθηματικά. Για την εισαγωγή σε ανώτερα ιδρύματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Gymnasium) απαιτούνται βαθμοί πρόσβασης συνολικά σε 12 μαθήματα ενώ για τα επαγγελματικά ιδρύματα σε 8(Εκπαίδευση στην Σουηδία)[10].
Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Το σουηδικό σύστημα δεν περιλαμβάνει μόνο τις παραδοσιακές πανεπιστημιακές σπουδές αλλά και τα διάφορα είδη κατάρτισης εκπαιδευτικών, υγειονομικής περίθαλψης, τεχνικής κατάρτισης κ.α. Την ευθύνη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει η κυβέρνηση, περιφερειακές αρχές και ιδιώτες. Όλα τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρίσκονται κάτω από την επίβλεψη του Υπουργείου Παιδείας εκτός από το Πανεπιστήμιο των Γεωργικών Σπουδών (Υπουργείο Γεωργίας). Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στη Σουηδία διαιρείται σε προπτυχιακές, μεταπτυχιακές σπουδές και έρευνα[11].
Οι φοιτητές/τριες παρακολουθούν σειρές μαθημάτων και διάφορα προγράμματα και έτσι παίρνουν πιστωτικές μονάδες. Κάθε Πανεπιστήμιο και Κολλέγιο αποφασίζει μόνο του για την οργάνωση των σπουδών του (Μπιλάλη 2008)[12].
Για μια σχηματική εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος παρατίθενται παρακάτω δύο σχετικά σχεδιαγράμματα:
[13]
Σχολεία Σαάμι
Τα σχολεία για τους ιθαγενείς πληθυσμούς Σαάμι ανήκουν στην υποχρεωτική εκπαίδευση και είναι κυρίως δημοτικά σχολεία. Χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από το κράτος και είναι ανοικτά σε όσους γονείς υποστηρίζουν ότι έχουν καταβολές στους γηγενείς πληθυσμούς των Σαάμι. Σχολεία Σαάμι υπάρχουν στις πόλεις Karesuando, Lannavaara, Kiruna, Gällivare και Jokkmokk (Norrbotten County) και Tärnaby (Västerbotten County).Το αναλυτικό πρόγραμμα που εφαρμόζεται σε αυτά τα σχολεία είναι το ίδιο με την υπόλοιπη χώρα, ενώ τα σχολεία Σαάμι διαθέτουν και κοιτώνες για τους μαθητές/τριες τους, καθώς οι αποστάσεις μεταξύ των πόλεων ιδιαίτερα στα βόρεια της χώρας είναι πολύ μεγάλες και τα παιδιά αναγκάζονται να διαμένουν στο σχολείο για μεγάλο μέρος της σχολικής χρονιάς. Η διδασκαλία γίνεται σε δύο γλώσσες, στα σουηδικά και στα σαάμι, ενώ οι γλώσσες αυτές διδάσκονται και αυτόνομα σε μάθημα γλωσσών. Η διδασκαλία αυτού του τύπου διευκολύνεται ιδιαίτερα από των μικρό αριθμό μαθητών/τριών. Περιοχές που δεν έχουν σχολείο για τους πληθυσμούς αυτούς έχουν συμπεριλάβει τη διδασκαλία της γλώσσας των Σαάμι στο πρόγραμμα τους, ως μητρική γλώσσα κάποιων εκ των μαθητών/τριών.Το Sami Education Board είναι ένας οργανισμός υπεύθυνος για την οργάνωση και λειτουργία των σχολείων αυτών ενώ τα μέλη του προέρχονται από το Saami Parliament of Sweden, που αποτελεί το αντιπροσωπευτικό σώμα των πολιτών με δικαιώματα στην πολιτισμική κληρονομιά των λαών Σαάμι στη Σουηδία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γηγενών πληθυσμών δεν ήταν εύκολη υπόθεση και απαίτησε μεγάλο αγώνα από τη μεριά των διεκδικούντων. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν αμφιβολίες για το αν ο ρατσισμός έχει εξαλειφθεί εντελώς. Σημαντικά βήματα παρόλα αυτά έχουν γίνει[14].
Ειδικά σχολεία
Τα κρατικά ειδικά σχολεία στην Σουηδία, εκ των οποίων πέντε είναι τοπικά, δηλαδή υπάγονται στη δικαιοδοσία της κοινότητας και τρία εθνικά, δηλαδή υπάγονται στην δικαιοδοσία του υπουργείου παιδείας, δέχονται μαθητές/τριες που χρήζουν μιας διαφορετικής από τη συνηθισμένη μεθόδου διδασκαλίας. Η φοίτηση των παιδιών στα σχολεία αυτά γίνεται μόνο κατόπιν αιτήσεως των γονέων καθώς είναι συχνό φαινόμενο τα παιδιά αυτά να παρακολουθούν κανονικά την υποχρεωτική εκπαίδευση σε ένα οποιοδήποτε άλλο σχολείο, το οποίο οφείλει να τους παρέχει οτιδήποτε χρειαστούν. Για μαθητές/τριες που κατοικούν μακριά από τα ειδικά σχολεία υπάρχουν εγκαταστάσεις για να φιλοξενούνται και να μπορούν να συμμετάσχουν σε όλες τις δραστηριότητες. Τα τοπικά ειδικά σχολεία απευθύνονται σε εντελώς κωφούς μαθητές/τριες ή παιδιά με γενικότερα προβλήματα ακοής. Η διδασκαλία γίνεται στη σουηδική νοηματική γλώσσα και σε γραπτά ή προφορικά σουηδικά ανάλογα με την περίπτωση. Τα εθνικά ειδικά σχολεία απευθύνονται στους υπόλοιπους μαθητές/τριες και η διδασκαλία ποικίλει, προσαρμοζόμενη στις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών. Φορέας υπεύθυνος για τα ειδικά σχολεία είναι το National Agency for Special Needs Education and Schools και στόχος η παροχή ίσων ευκαιριών με τους υπολοίπους στα άτομα με ειδικές ανάγκες[15].
Εκπαίδευση εκπαιδευτικών
Υπάρχουν 25 Πανεπιστήμια και πανεπιστημιακά κολέγια όπου μπορούν να σπουδάσουν οι εκπαιδευτικοί. Ο χρόνος σπουδών κυμαίνεται από τρία ως πεντέμισι χρόνια, ανάλογα με τα μαθήματα και το επίπεδο των σχολείων που θα διαλέξει κανείς. Το Swedish Agency for Networks and Cooperation in Higher Education και κάποια πανεπιστήμια παρέχουν εκπαίδευση εξ’ αποστάσεως για τριάμισι χρόνια (Eurydice, 2006/07)[16].
Από το 2001 το πτυχίο όλων των εκπαιδευτικών ισχύει από την προσχολική εκπαίδευση ως την Ανώτερη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έτσι όλοι αποκτούν βασικές δεξιότητες και γνώσεις που συνδυάζονται με εξειδίκευση σε κάποια μαθήματα και σε κάποιες ηλικιακές ομάδες, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί της Υποχρεωτικής εκπαίδευσης εξειδικεύονται για να διδάσκουν ή στις μικρές ή στις μεγαλύτερες τάξεις. Υπάρχει η δυνατότητα για περαιτέρω σπουδές των εκπαιδευτικών, αφού προσφέρονται μαθήματα που απευθύνονται ή έχουν ακριβώς σχεδιαστεί για τους εν ενεργεία εκπαιδευτικούς. Για την ενδο–υπηρεσιακή κατάρτιση των εκπαιδευτικών, από το 1990, την ευθύνη την έχει το κράτος μαζί με τους δήμους και αυτή λαμβάνεται υπόψη, όταν συζητείται ο μισθός του κάθε εκπαιδευτικού. Η κινητικότητα και οι ανταλλαγές των εκπαιδευτικών προωθούνται μέσω υποτροφιών και προγραμμάτων, όπως το “Visby programme” (Μπιλάλη, 2008)[17].
Οι στόχοι της μετεκπαίδευσης καθορίζονται από το κράτος, ενώ η ευθύνη για την επίτευξη του σχεδιασμού ανήκει στους Δήμους, οι οποίοι παρακολουθούνται και αξιολογούνται από τις υπηρεσίες του κράτους. Αυτή την εποχή η Επιτροπή ‘Teaching commission – on qualifications and authorisation’ καταθέτει προτάσεις για αναθεώρηση του εκπαιδευτικού νόμου για τους εκπαιδευτικούς, με στόχο την βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και την επίτευξη των επιδιωκόμενων μαθητικών στόχων.
Όσον αφορά τη διδασκαλία των μαθητών με ειδικές ανάγκες οι εκπαιδευτικοί λαμβάνουν Ειδική Εκπαίδευση. Από το 2007 υπάρχει ένα νέο πρόγραμμα υποστήριξης των εκπαιδευτικών στην εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης, σε πρώιμο στάδιο, σε μαθητές με ιδιαίτερες δυσκολίες. Και όσοι διδάσκουν μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εξειδικεύονται μέσω ειδικών προγραμμάτων, που ξεκίνησαν το 2008 και είναι μερικού χρόνου και εξ αποστάσεως.Οι Διευθυντές των σχολείων από το 1976 παρακολουθούσαν ειδικό εθνικό πρόγραμμα εκπαίδευσης και κατάρτισης 2 ετών. Το 1986 ξεκίνησε ένα νέο πρόγραμμα για το οποίο ήταν υπεύθυνο το κράτος μαζί με τους Δήμους. Από το 1992 την εξειδίκευση των διευθυντών έχουν αναλάβει τα πανεπιστήμια και τα κολέγια και χρηματοδοτούνται από Εθνικό Γραφείο Εκπαίδευσης(Μπιλάλη, 2008)[18].
Οι προσλήψεις των εκπαιδευτικών και των Διευθυντών γίνονται από τους Δήμους και από το Swedish Association of Local Authorities and Regions (SALAR), ενώ τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας τους διαπραγματεύονται μαζί με τα συνδικαλιστικά τους όργανα. Για να γίνουν μόνιμοι πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις: α) να έχουν πανεπιστημιακό πτυχίο για την εκπαίδευση, β) να γνωρίζουν πολύ καλά τη σουηδική γλώσσα και γ) να αναγνωρίζουν τους νόμους και τις διατάξεις για το εκπαιδευτικό σύστημα και τους στόχους της εκπαίδευσης. Μένουν επίσης για ένα χρόνο υπό δοκιμασία και υπό την επίβλεψη ενός έμπειρου συναδέλφου. Οι καθηγητές των κρατικών Πανεπιστημίων και των κολεγίων διορίζονται από τα Ιδρύματα και είναι κρατικοί υπάλληλοι. Οι μισθοί των εκπαιδευτικών είναι ατομικοί και διαφοροποιημένοι, ενώ καθορίζονται σε τοπικό επίπεδο. Δεν βασίζονται σε μία κλίμακα μισθού και έτσι δεν γίνεται συσχέτιση των αποδοχών με τα χρόνια υπηρεσίας, μολονότι οι πιο έμπειροι εκπαιδευτικοί έχουν υψηλότερους μισθούς(Μπιλάλη, 2008)[19].
Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του εκπαιδευτικού δεν είναι ελκυστικό για τους Σουηδούς, λόγω του μισθού, του μεγάλου αριθμού μαθητών στις τάξεις και λόγω του ότι άλλαξαν οι συνθήκες εργασίας μετά τη Δεκαετία του ’90 (Bjöklund & Clark & Edin & Fredriksson & Krueger, 2006)[20].
Η Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν έχει καθοριστεί με νόμο. Όμως όλο το προσωπικό του σχολείου έχει ατομικά, τακτικές συναντήσεις και διάλογο με το Διευθυντή του σχολείου.
Χρηματοδότηση
Η χρηματοδότηση των σχολείων γίνεται και από το Κράτος και από τους Δήμους, οι οποίοι επιχορηγούνται από το Κράτος και για την εκπαίδευση. Αυτοί κατανέμουν τα χρήματα ανά σχολείο. Μπορούν ακόμη να χρησιμοποιήσουν μέρος από τους δημοτικούς φόρους για την ενίσχυση των σχολικών μονάδων. Έχουν ένα τοπικό όργανο που αποφασίζει πως θα διαθέσει τα χρήματα στα σχολεία, ένα ποσό για την Ειδική Εκπαίδευση και ένα ποσό για πολιτιστικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Τα Sami Schools ,τα σχολεία για μαθητές με προβλήματα ακοής, τα Πανεπιστήμια και τα Κολλέγια χρηματοδοτούνται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό (Eurydice, 2006/2007)[21].
Η προσχολική εκπαίδευση περιλαμβάνει: α) παιδικούς σταθμούς, β) νηπιαγωγεία, γ) σχολικούς παιδότοπους, δ) κέντρα ελεύθερου χρόνου και δραστηριοτήτων. Εδώ υπάρχουν εκτός από την κρατική και τη δημοτική επιχορήγηση και δίδακτρα, που ποικίλλουν ανάλογα με το Δήμο. Σχετίζονται με το εισόδημα της οικογένειας και με τον αριθμό των παιδιών που βρίσκονται στην προσχολική βαθμίδα. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί προσχολικής εκπαίδευσης, παιδαγωγοί ελεύθερου χρόνου, δάσκαλοι και διευθυντές προσλαμβάνονται από τους Δήμους. Η σουηδική Ένωση Τοπικών Αρχών και Περιφερειών (Swedish Association of Local Authorities and Regions, SALAR) διαπραγματεύεται με τις ενώσεις των εκπαιδευτικών για τον κατώτερο μισθό και τις συνθήκες εργασίας (Μπιλάλη, 2008)[22].
Στην υποχρεωτική εκπαίδευση τα σχολεία είτε υπάγονται στο Δήμο είτε είναι ανεξάρτητα σχολεία (friskolor) που τα λειτουργούν διάφοροι οργανισμοί, εμπορικές εταιρίες, ή οικονομικές ενώσεις και χρηματοδοτούνται και από τα έσοδα των Δήμων και από τις κρατικές επιχορηγήσεις και δεν χρεώνουν δίδακτρα. Στην υποχρεωτική εκπαίδευση δεν υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία (Μπιλάλη, 2008)[23].
Στην Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση τα σχολεία ανήκουν στους Δήμους και είναι κι αυτά επιχορηγούμενα και από τους Δήμους και από τον κρατικό προϋπολογισμό Έτσι δεν επιτρέπεται να χρεώνουν δίδακτρα (Μπιλάλη, 2008)[24].
Στην Ανώτατη Εκπαίδευση δεν υπάρχουν δίδακτρα. Η χρηματοδότηση εξαρτάται από τον αριθμό των φοιτητών κάθε χρόνο, αλλά και από την επίδοσή τους. Ένα ποσό διατίθεται για τις ειδικές ανάγκες φοιτητών με αναπηρίες. Οι εκπαιδευτικοί στα κρατικά Πανεπιστήμια και στα Κολέγια διορίζονται από τα ίδια τα Ιδρύματα και είναι κρατικοί υπάλληλοι. Οι μισθοί αποτελούν θέμα διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς, τα Ιδρύματα ως εργοδότες και τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών. Παράλληλα υπάρχουν και ανεξάρτητα Ιδρύματα από τα οποία κάποια είναι χρηματοδοτούμενα και κάποια χρεώνουν δίδακτρα. Επίσης κάποια ιδρύματα λαμβάνουν ένα ειδικό ποσό αμοιβής από το Κράτος, ως αποζημίωση για τις ειδικές δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει. Έχουν τη δυνατότητα ακόμη να συνάψουν συμβόλαια με εταιρίες και οργανισμούς στη βάση επεξεργασμένων προγραμμάτων (Contract Education) (Μπιλάλη, 200