Η ώρα είναι δέκα το βράδυ. Μπαίνω με τις μύτες στο δωμάτιο. Σιγα-σιγά πλησιάζω το κρεβάτι. Παίρνω το Μίκυ – Μάους που έχει πέσει ανοιχτό στο μαξιλάρι και ανοίγω την παλάμη του για να πάρω τον Μπαζ Λάιτγιαρ* που κρατάει σφιχτά, συντροφιά στα όνειρά του. Δεν ξυπνάει. Η παλάμη του μένει ανοιχτή σαν να ζητιανεύει λίγη ελπίδα στα όνειρά του. Τον σκεπάζω με αργές , προσεκτικές κινήσεις. Πριν κλείσω το φως του ρίχνω μια ματιά. Κάποτε χανόταν μέσα στο «τεράστιο» κρεβάτι, τώρα ίσα ίσα που χωράει. Πώς περνάει ο καιρός… Έντεκα χρόνια… Σαν χθες θυμάμαι που έβαζα το αυτί μου στην κοιλιά της μαμάς του για να τον ακούσω…
Το μεγάλωμα των παιδιών είναι δύσκολο άθλημα. Το δυσκολότερο θα έλεγα. Ευτυχώς είναι ομαδικό, γιατί αλλιώς δεν θα τα βγ
άζαμε πέρα. Μαμά και μπαμπάς είναι οι βασικοί συμπαίκτες αλλά πολλές φορές χρειάζεται και η βοήθεια από τον πάγκο (γιαγιά, παππούς, αδέλφια, θείες κλπ). Κι αλίμονο σε αυτούς που δεν έχουν καλό πάγκο. Θα κουραστούν γρήγορα και θα αρχίσουν τις γκρίνιες και τα λάθη.
Είμαστε όμως κι εμείς οι γονείς παράξενη φάρα. Θυμάμαι όταν ήταν στην κοιλιά της μαμάς τους οι μικροί, λέγαμε άντε πότε θα βγούνε. Βγήκανε λοιπόν κι αρχίσανε τα όργανα. Δεν ήταν λίγες οι νύχτες που νυσταγμένοι αναπολούσαμε τις μέρες που ήταν σιωπηλοί στην κοιλιά της μαμάς. Μετά άρχισαν να μπουσουλάνε και λέγαμε άντε πότε θα περπατήσουν. Άρχισαν μετά να τρέχουν κι εμείς κυνηγώντας τα από δίπλα αναπολούσαμε τις μέρες που τα είχαμε στο καρότσι. Λέγαμε πότε επιτέλους θα μεγαλώσουν να μην είμαστε συνεχώς από πάνω τους. Και μετά ήρθε η εφηβεία κι αναθεματίζαμε την ώρα και τη στιγμή που αρχίζουν να αυτονομούνται. Μετά λέμε «πότε επιτέλους θα ωριμάσουν;» Κι έρχεται η στιγμή που ωριμάζουν και φεύγουν και τριγυρνάμε εμείς στο άδειο σπίτι αναπολώντας τις αγριοφωνάρες τους και τις μουσικές που έβαζαν. Ας το πάρουμε απόφαση τελικά, τι θέλουμε; Σάματις ξέρουμε, δεν έχει manual αυτή η δουλειά να διαβάσουμε οδηγίες…
Η φροντίδα των παιδιών είναι ένας αγώνας χωρίς τελικά να ακούγεται ποτέ το σφύριγμα της λήξης (…στην Ελλάδα τουλάχιστον). Τα παιδιά μεγαλώνουν ρουφώντας ενέργεια από τους γονείς. Και πολλές φορές δεν είμαστε έτοιμοι γι αυτό. Πόσες φορές αλήθεια δεν κάνουν πράγματα που μας νευριάζουν; Πόσες φορές δεν τους βάζουμε τις φωνές όχι γιατί φταίνε, αλλά γιατί εμείς είμαστε στις κακές μας; Πόσες φορές δεν τα μαλώνουμε γιατί δεν έγραψαν καλά στο διαγώνισμα ή γιατί πήγαν αδιάβαστα σχολείο ξεχνώντας ότι κι εμείς κάποτε μπορεί να είχαμε κάνει το ίδιο «έγκλημα»; Πόσες φορές δεν ήμαστε κουρασμένοι ή δεν έχουμε χρόνο για να παίξουμε μαζί τους;
Όλη αυτή όμως η κούραση, οι εντάσεις οι θυμοί και οι αγωνίες ξεχνιούνται όταν μπεις στο δωμάτιο για να τα σκεπάσεις την ώρα που κοιμούνται. Τότε που έχουν κλειστά τα μάτια κι ονειρεύονται κι εσύ συνειδητοποιείς ότι είσαι εκεί μόνο για αυτά. Με τα καλά τους και με τα κακά τους, τις διαολιές και τις αγκαλιές , τις λύπες και τις χαρές. Αν υπήρχε τιμολόγιο, αυτές οι στιγμές θα ήταν σίγουρα οι πιο ακριβές στη ζωή μας…
*Ηρωας του Toy Story για του μη μυημένους…