Close

Να τις αγαπάτε τις μάνες σας ρε. Η πιο συγκινητική εξομολόγηση. Έβερ.

Να τις αγαπάτε τις μάνες σας ρε. Η πιο συγκινητική εξομολόγηση. Έβερ.

Γιατί πάντα στα δύσκολα έρχεται στο μυαλό μας η μάνα μας; Όταν σκατοχαρείς θα πάρεις τον φίλο, την φίλη, τον γκόμενο, την γκόμενα. Της μάνας “θα της τα πω στο σπίτι”. Αν της τα πω. Όταν όμως αγγίξεις τα σκατά, όταν πιάσεις πάτο, πάντα τη μάνα θα ζητήσεις. Για να μιλήσεις, να γκρινιάξεις, να κλάψεις. Λες και σαν από μια σαδιστική τάση θα νιώσεις καλύτερα αν της μαυρίσεις την ψυχή, αν μοιραστείς το πρόβλημα μαζί της.

Kαι  άντε το τέλειωσες το συνοδευτικό σημείωμα κι άντε το έστειλες και το βιογραφικό κι άντε να πέσεις και στο κρεββάτι. Κι όταν από το άγχος κι από τη στεναχώρια δεν…

Να κοιτάω ψηλά και να προσπαθώ να ξεχωρίσω μέσα στην πίσσα το ταβάνι…   Και να σου να πετιέται η Δημητρούλα στο μυαλό και να κσεσφίγγεται η καρδιά μου. Και να ‘ρχόταν λέει στο Σαρλ-ντε-Γκωλ να δει τον γιόκα της στα Παρίσια. Μόνη της, φοβισμένη και χαμένη. Που δεν το κούναγε απ’το σπίτι χαλασμός να γινόταν. Τόσο ανασφαλής η Δημητρούλα. Αλλά ο γιος δεν είναι καλά. Ο γιος έχει πρόβλημα.

Οπότε στο διάολο και οι φοβίες και όλα. Γιατί έτσι ήταν η Δήμητρα. Πλάσμα φοβισμένο. Χωρίς αυτοπεποίθηση και δίχως νεύρο. Δύσκολο να ζητήσει το δίκιο της. Αλλά όσο κότα ήταν για πάρτη της, τόσο σκυλί γινόταν για τους δικούς της. 8 χρονών ήμουν κι ακόμα δεν το έχω ξεχάσει που ήρθε να καθαρίσει για πάρτη μου στο σχολείο. Να της έχει γυαλίσει το μάτι και να το ‘χει πιάσει το μαλακιστήρι από το γιακά να του πεί δυο «όμορφα λόγια» όπως είπε.

Μαύριζε η ψυχή της που γυρνούσα κλαίγοντας κάθε μέρα σπίτι, που φοβόμουν και κλεινόμουν.   Πάντα σκυλί για τους άλλους η Δήμητρα. Ποτέ για τον εαυτό της. Όπως τότε εν μέσω χημειοθεραπείας και λίγους μήνες πριν μας αφήσει. Να ‘χει πάει μία η ώρα και φαΐ να μην έχει φτιάξει ακόμα και να κοντεύει να κλείσει η λαϊκή. Πώς να βγεις όμως έξω; Με τι κουράγιο; Μέσα στο σπίτι καλά την έβγαζες με το μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι. Έξω όμως; Πώς να βγεις; Και πώς ν’αντιμετωπίσεις τα βλέμματα του κόσμου; Που είσαι και ντροπαλή. Που ‘χεις και μια περηφάνεια ως εκεί πάνω. Που σιχαίνεσαι τον εαυτό σου να σε λυπούνται.  Η οικογένεια όμως πρέπει να φάει. “Ντύσου και φύγαμε” μου λέει. Πετάει το μαντήλι, την περούκα όπως όπως στο κεφάλι και δρόμο. Κι ο πούστης ο καιρός κόντρα εκείνη τη μέρα. Ντάλα ο ήλιος αλλά ο αέρας να λυσσάει. Να με σέρνει από το χέρι και ν’ανεβαίνουμε γρήγορα την Ηρακλείου.

Κι εκεί στη γέφυρα της Αττικής που ανοίγει ο τόπος και το πιάνει πιο πολύ ο αέρας με το ένα χέρι να κρατάει την περούκα μην της την πάρει ο αέρας (γιατί είναι και δανεικιά) και με το άλλο να τραβολογάει εμένα. Κι ο πούστης ο αέρας λες και τό ‘ξερε πόση ντροπή κουβαλάει και να της σηκώνει την περούκα από τα πλάγια και να φαίνεται το γυμνό της κεφάλι. Να κοιτάνε οι περαστικόι.

Κι εμένα να σκίζεται μικρό παιδάκι η ψυχή μου νιώθωντας την ντροπή της. Η Δήμητρα όμως εκεί σκυλί. Να σφίγει τα μάτια κόντρα στον άνεμο και να με σέρνει από πίσω. Στη λαϊκή να μην κοτάει να κοιτάξει άνθρωπο στα μάτια. Να κρατάει την περούκα και να προσπαθεί να κρύψει την ασθένεια της. Να προσπαθεί ν’ αποφύγει τον οίκτο των γύρω. Και να μου λέει μπροστά από κάθε πάγκο τη να βάζω. Κι εγώ να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ για να την γλιτώσω μια ώρα αρχύτερα από την ντροπή της. Και να με κοιτάνε οι μανάβηδες μέσα στα μάτια καθώς μου δίνουνε τα ρέστα. Και δρόμο πίσω σπίτι. Να ετοιμαστέι το φαγητό. “Λοιπόν σήμερα θα μαγειρέψεις εσύ”. “ Μα πώς εγώ;” “Τι με κοιτάς; πρέπει να μάθεις. Άντρας έγινες. Σε λίγο θα φύγεις να σπουδάσεις. Να μην ξέρεις να φτιάχνεις ένα φαΐ ; Λοιπόν κάτσε και θα σου λεω εγώ πώς να γεμίσεις τις πιπεριές”. Κι εγώ να την ακούω και να κάνω ό,τι μου λέει.

Και να προσπαθώ να μην βουρκώσουνε τα μάτια μου και να μην πατήσω τα κλάματα, γιατί αν και 14 καταλάβαινα πολύ καλά όλα αυτά τι σημαίνουν και τι σκοπό είχε η Δημητρούλα. Έτσι και τώρα στα σκατά την σκέφτηκα πάλι. Οτί είναι στο αεροδρόμιο λέει και περιμένει να πάω να την βρώ να την φέρω σπίτι. Κι εγώ κλασσικά να έχω αργήσει και να περιμένει τρομαγμένη στην ξένη χώρα η Δημητρούλα. Και πάω και την βρίσκω εκέι να κρατάει με τα παχουλά της τα χεράκια τη βαλιτσούλα της και τα καλούδια που ‘χει ετοιμάσει για τον γιόκα της. Και φωτίζει το πρόσωπο της λέει με το που με βλέπει και μου δείχνει το πιο ωραίο της χαμόγελο.
Κι εγώ τρέχω λέει να την αγκαλίασω και να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να της ζητήσω συγγνώμη που την κουβάλησα ως εδώ. Συγγνώμη για όλα.
Για όπως τότε που ενώ αυτή στο νοσοκόμειο για μαστεκτομή, εγώ έτρεχα τριήμερη στη Θεσσαλονίκη. Μην χάσω. Και σου είχα πάρει και εικονίτσα του Αγίου Δημητρίου αλλά δε στην έδωσα ποτέ. Το βρήκα γρουσουζιά λέει,“σαχλαμάρες”. Αλλά δεν ήξερα ρε μάνα. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Γιατί εσύ ήσουν πάντα σκυλί και δυνατή. Δυνατή όμως για τους άλλους. Ποτέ για σένα. Και παίρνεις μια βαθειά ανάσα. Λες κι ένα “α ρε μάνα” ξεφυσσώντας και κοιμάσαι.
Να τις αγαπάτε τις μάνες σας ρε.

Πηγή: lifo.gr

Για να μην χανετε αναρτηση μας πατηστε ΕΔΩ και ελάτε στην πιο ομορφη παρέα!