Κοιμήθηκε αμέσως, περίμενα να περάσει κανένα εικοσάλεπτο και άρχισα να μαζεύω. Μαρκαδόροι χαρτιά αυτοκόλλητα βραχιόλι τσιμπιδάκι σαπουνόφουσκες αρκουδάκι δαχτυλίδια πλαστελίνες αταίριαστα πανάκια αλφαβήτα σε κόλλες Α4 το όνομά της παντού ψεύτικη φωτογραφική μηχανή αυτοκινητάκι βόλοι ένα νεράντζι φύλλα ελιάς μικρή μπάλα μεγάλη μπάλα κέρματα (της είχα πει να μην πάρει τα κερματα) καρότσι μωρό κατσαρολάκι μισολιωμένο κερί χανζαπλάστ λαστιχάκια ξύλινη κουτάλα μαρκαδόροι χαρτιά.
Δύο μπάρμπι με, κάπως νοσηρά μου φάνηκε, μπλεγμένα πόδια με την πλαστική ζωνη από τα πλεϊμομπίλ.
“Είναι τόσο καλές φίλες” μου είχε πει “που ενώθηκαν κι έγιναν λουλούδι”.
Έπλενα πιάτα εκείνη τη στιγμή και είχα κουνήσει το κεφάλι μου ακούγοντάς την χωρίς να ακούω. Της είχα πει “μπράβο αγάπη μου πολύ ωραία” μηχανικά, λες και είναι χαζή και δεν καταλαβαίνει πότε της μιλάω με το στόμα και με το μυαλό και πότε το μυαλό μου ταξιδεύει. Μου είχε πει την ιστορία που τους έφτιαξε κι εγώ τώρα ετοιμαζόμουν να της τη διαλύσω.
Φαντάσου να γράφεις, σκέφτηκα, όλη τη μέρα, μικρές ιστορίες, σε χαρτιά και σε παράθυρα ανοιγμένα το ένα πάνω στο άλλο στον υπολογιστή. Και το βράδυ να περνάει κάποιος, σαν έξαλλη σκούπα, και να σαρώνει τα πάντα. Δεν έγραψες τίποτα. Τι σημασία έχουν αυτά που γράφεις;
Θυμήσου πώς ήταν, σκέφτηκα, να φτιάχνεις όλη τη μέρα μικρές ιστορίες, στο δωμάτιο, στο σαλόνι, δίπλα στον καναπέ, πάνω στο τραπέζι, κάτω από το κρεβάτι και να σε βάζουν να τις χαλάσεις, πριν τον ύπνο, κάθε φορά. Δεν έφτιαξες τίποτα. Τι σημασία έχουν αυτά που φαντάζεσαι;
Θα ήθελες να συνεχίσεις τις ιστορίες σου την επόμενη μέρα.
Να βρεις την οικογένεια των μωρών εκεί που την άφησες, να ξυπνήσουν οι κούκλες και να ξαναρχίσουν το μάθημα στο σχολείο, να μοιράσει η αρκούδα-δασκάλα τα χαρτιά με την αλφαβήτα, να λερωθούν τα πόδια του κροκόδειλου από την πλαστελίνη, να χαλάσεις το λουλούδι που έφτιαξες με τα λαστιχάκια και να φτιάξεις ένα πουλί, να μείνει από βενζίνη το αυτοκινητάκι που οδηγούσε ως τα ξημερώματα και να πρέπει να του ρίξεις σαπουνόφουσκες για να ξαναξεκινήσει. Να συνεχίσει να λιώνει το κερί, να ανακατέψεις τη σούπα με τους βόλους, όλη τη νύχτα έβραζε, είναι έτοιμη επιτέλους. Να ξυπνήσουν οι μπάρμπι/λουλούδι, να τσακωθούν κι ύστερα να γίνουν κουπιά στην ίδια βάρκα.
Να βρίσκεις τη συνέχεια των πραγμάτων, και όχι τους ήρωές σου ταχτοποιημένους σε μια γωνιά και τις ιστορίες άφαντες. Μπορείς να φτιάξεις άλλες από την αρχή, ναι, αλλά τι ζωή είναι αυτή αν δε σ’ αφήνουν να συνεχίσεις μια ιστορία και να την ολοκληρώσεις όποτε και όπως θες;
Τη φίλησα.
Κατέγραψα νοερά πού βρίσκονται οι ανθισμένες μπάρμπι για να μην τις πατήσω το βράδυ που θα με φωνάξει για νερό.
Της ζήτησα συγγνώμη.
Για όλες τις κατεστραμμένες ιστορίες.
Από τη Στέλλα Κάσδαγλη (https://stellakasdagli.com/)