Close

Κραξτε μαζί μας: Η μέρα που η μαμά αρρώστησε

Κραξτε μαζί μας: Η μέρα που η μαμά αρρώστησε

Ξυπνάς πριν χτυπήσει το γαμοξυπνητήρι, δε μπορείς να πάρεις ανάσα από το συνάχι, η μύξα έχει τιγκάρει τον εγκέφαλο σου κι αυτή η λίγη φαιά ουσία που είχες μεταλλάχτηκε σε πράσινη γλίτσα, φυσάς τη μύτη σου και βγαίνει μεταλλαξιογόνο, από ώρα σε ώρα θα σου την πέσουν τα χελωνονινζάκια, θεωρείσαι ύποπτος για συνεργασία με τα κρανκ, και δεν είσαι κι ολας σίγουρη πως δεν έχεις τακιμιάσει με τον Σρέντερ, έχεις πολλούς νέους ανθρώπους στη ζωή σου lately, ξέρω γω, μπορεί να τον έκανες κι αυτόν ΑΔΔ και να μην το θυμάσαι.

Πας να σηκωθείς, πονάει όλο το κορμί, τα κόκαλα μέσα, το μεδούλι. Πόνος τύπου, όλη νύχτα έκανες αεροπλανικά, άγρια κόλπα ζόρικα. Με πολλούς, Ταυτόχρονα. Θα μου πεις, πως ξέρεις πως είναι ο πόνος του “κάνω άγρια κόλπα ζόρικα. Με πολλούς, Ταυτόχρονα” ; Και δεν θα σου απαντήσω, αγαπητέ αναγνώστη, έτσι για να σ’έχω στην αμφιβολία, στο ψήσιμο, στην αγωνία! Ναι. Τέτχοια είμαι. (τέτοια μου λέω και με τρελαίνω, αν δεν ντρεπόμουν την ξεφτίλα θα μου έκανα και like)

Kάνεις το λάθος να πας τουαλέτα. Δεν έχεις προλάβει να καλοβολέψεις τον ταλαιπωρημένο κωλαρίκο σου στη λεκάνη και χτυπάει η πόρτα. Αργά στην αρχή. Διακριτικά.
“ΤΙ ΘΕΣ;;;;;!!!!!!!!!!!” ρωτάς με τρυφερή φωνή που βγαίνει από τα έγκατα της κόλασης, νταξ είσαι θηλυκό, όχι μαλακίες.
“εμ… θέλω τσισάκια” απαντάει το 8χρονο και σκέφτεσαι πως οκ, παρεξηγημένη φιγούρα η Μήδεια, παιδιά, να αναθεωρήσουμε λιγάκι.
“ΕΧΕΙ ΚΙ ΑΛΛΗ ΤΟΥΑΛΕΤΑ, ΝΑ ΠΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ!!!!”
“φοβάμαι να πάω στην άλλη, έχει σκοτάδια, να μπω εδώ μαζί σου? Σε μια ακρούλα θα κάτσω, δε θα ενοχλώ, να σου πω και τι είδα στον ύπνο μου που είχα πάει με την Μελίνα σ΄ένα δάσος και ήρθε ένας και ήθελε να μας πάρει αλλά εμείς του είπαμε “ΣΤΟΠ ΕΧΟΥΜΕ ΟΠΛΑ ΚΑΚΕ” και τον πυροβολιάσαμε με τα ΝΕΡΦ και είχε 100 αίματα, άνοιξε μου όμως ΚΑΤΟΥΡΙΕΜΑΙ” και ταυτόχρονο ΝΟΚ ΝΟΚ, όσο μιλάει.

Σε κλάσματα δευτερολέπτου σου περνάει από το μυαλό εκείνη η χριστουγενιάτικη νύχτα πριν 9 περίπου χρόνια. Αντί για παιδί που σου βαράει την πόρτα τώρα και δεν σ’αφήνει να κατουρήσεις σαν άνθρωπος, θα μπορούσε απλά να είναι ένα πλιτς σ’ένα σεντόνι, ένας λεκές πάνω στο πάπλωμα. Άλλα όχι, μπήκε γκολ… Άνοιξε τώρα την πόρτα, και κατούρα με την ησυχία σου άλλη ώρα, σε 10 χρόνια ξέρω γω, αν είσαι τυχερή και περάσει ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής ξέρω γω. ( ή και κομμωτικής, δεν έχεις θέμα, εκτός Αττικής να είναι)

Φτιάνεις πρωινά, ετοιμάζεις ρούχα, κλείνεις τσάντες, χτενίζεις μαλλιά, κουμπώνεις ζακετάκια, στέλνεις στο σχολείο.

Βάζεις να φτιάξεις έναν ρημάδι καφέ σαν άνθρωπος. Πας να πιείς την πρώτη γουλιά, φεύγει ο καφές, χύνεται πάνω σου, στον πάγκο της κουζίνας, στο πάτωμα, στο χώμα, διαπερνάει τον πυρήνα της γης, τρυπάει, βγαίνουν σταγόνες στη Νέα Ζηλανδία, πρέπει μέχρι εκεί να καθαρίσεις, έχουν πάρει ανάποδες κάτι Μάορι ιθαγενείς με την πάρτη σου, τους ήρθε λέει ο καφές στη μάπα. Απολογείσαι, φτιάχνεις δεύτερο καφέ, με την ελπίδα αυτή τη φορά να μην διαταράξεις τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας σου με απομακρυσμένους πληθυσμούς του Αμαζονίου, ρίσκο μεγάλο παίρνεις.

Δεν έχεις προλάβει να πιεις δεύτερη γουλιά, χτυπάει το τηλέφωνο…

“μωρό μου.. καλημέρα”
“φτγυηθξικολποκιξηθυγτφρδ”
“ναι.οκ. Να σου πω, έπρεπε να φύγω πολύ νωρίς σήμερα, ξέχασα να σου πω χτες το βράδυ, πρέπει να κατέβεις αθήνα για τους εξής 3495927 λόγους” (αναλύει)
“δρφτγυηξνμκ,λκμξνθβυτφρδεσδρφτγυβηθξνκιξθηυγτφρδερφτγυ!!!!!!!!”
“και γω σ’αγαπάω” κλονκ

Δεν προλαβαίνεις να συνέλθεις από τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας, χτυπάει πάλι το ρημάδι το τηλέφωνο

“α μωρό μου, ξέχασα να σου πω, έχεις και σκασμένο λάστιχο, φιλάκια” κλονκ

Μπάτε κορίτσια στο χορό
κι αφήστε με μονάχη
κόπηκα σαν το στάχυ
και τώρα τρέμω σαν φτερό
Νύχτα κατέβα απ’ τα βουνά
μέρα να μη με δει ξανά
Άνοιξε πέτρααααααααααααααα να κλειστώώώώώώώώώώώώώώώώώώώώώώ

Μοιρολογείς κάνα τρίλεπτο, σηκώνεις το κεφάλι να πάρεις μια ανάσα από το βαρύ σου πένθος, βλέπεις τον γάτο. Έχει βουτήξει το ποδάρι στον καφέ σου. Το βάζει, το βγάζει και το γλείφει. Το πόδι. Από τον εσπρέσσο ΣΟΥ. Σε κοιτάει προκλητικά, σε γράφει στα στειρωμένα παπάρια του και επαναλαμβάνει την κίνηση. Αργά, βασανιστικά.

Σουτάρεις τον γάτο που διαγράφει τροχιά που ισούται με τον μισό άξονα της γης, και προσγειώνεται στο διπλανό οικόπεδο, σε 34 δευτερόλεπτα έχει ξανάρθει στο παράθυρο και έχει κατεβάσει τη σίτα με τα νύχια του κι έχει μπει μέσα. Σε κοιτάει τσαντισμένος, σου κάνει ΧΟΥ και πάει και στρογγυλοκάθεται στα σιδερωμένα ρούχα, σου γυρνάει και τον κώλο να μη σε βλέπει, του είσαι απίστευτα απεχθής, δεν τον άφησες να πιει τον καφέ του σαν άνθρωπος, γαμίδια πια για γατίσια ζωή!

Η ώρα είναι 10, καφέ δεν έχεις πιει, πρέπει να πας να σου φτιάξουν το λάστιχο, να φύγεις σφαίρα μετά σε 476 δουλειές, πονάνε τα κόκαλα σου, έχεις μύξα μέχρι και το πάγκρεας, έχεις δέκατα, πονοκέφαλο, οι γιατροί σου δίνουν 24 λεπτά ζωής “κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, τώρα ο Θεός πια” λένε και παρηγορούν τους συγγενείς και ετοιμάζονται να σε αποσυνδέσουν από τα μηχανήματα , τουαλέτα ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΠΑΕΙ ΑΚΟΜΑ, ο γάτος περιμένει πότε θα βάλεις να φτιάξεις τον τρίτο καφέ της ημέρας να πα να μουλιάσει τα παπάρια του μέσα ξερωγω, και ΕΙΝΑΙ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΙΝΑΙ ΓΑΜΟΤΕΤΑΡΤΗ ΑΚΟΜΑ….

photo credit:pinterest