Close

Να τους κοιτάς κατάματα τους φόβους σου ώσπου να φοβηθούν και να φύγουν.

Να τους κοιτάς κατάματα τους φόβους σου ώσπου να φοβηθούν και να φύγουν.

Η χειρότερη στιγμή της ημέρας ήταν αυτή. Όταν η μαμά σε σκέπαζε, σε φιλούσε, σου έλεγε καληνύχτα και βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο έσβηνε το φως. Και ξαφνικά όλα τα ροζ συννεφάκια του δωματίου σου γίνονταν μαύρα, έτοιμα για καταιγίδα, η αστερόσκονη γινόταν χαλάζι, η Πεντάμορφη κακιά μάγισσα και ο Πρίγκιπας ένας φοβερός δράκος που έβγαζε φωτιές απ’ το στόμα.

Το φοβόσουν το σκοτάδι, τα μεταμόρφωνε όλα σε τρομακτικά, άγνωστα και παγωμένα. Αυτό το πηχτό μαύρο σύννεφο, που ήταν το ίδιο με ανοιχτά ή με κλειστά τα μάτια, σε έκανε να βουρκώνεις και να μετράς ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ως το δέκα, γιατί δεν ήξερες παραπάνω, τα δευτερόλεπτα που γίνονταν λεπτά, που γίνονταν ώρες ώσπου να ξημερώσει.

Όσο τα χρόνια περνούσαν και ο φόβος σου για το σκοτάδι αποτελούσε ένα μακρινό εφιάλτη, ένιωθες πολύ γενναία που τώρα έσβηνες και μόνη σου το φως. Παρόλα αυτά όταν έβλεπες σκιές στο σκοτάδι πάντα η φαντασία σου τις μετέτρεπε σε λύκους, δράκους, μάγισσες. Είχες βρει όμως ένα κόλπο για να τα ξεχνάς όλα. Τραγουδούσες δυνατά μέσα σου και φανταζόσουν πως είσαι στη μέση ενός κύκλου με δεμένα τα μάτια και «τα φυλάς». Γύρω σου όλες σου οι φίλες, η μαμά κι ο μπαμπάς κρατιόνταν χέρι χέρι και αυτός ο κλοιός ήταν τόσο δυνατός όσο ο ομφάλιος λώρος. Και ένιωθες ασφάλεια, ζεστασιά και γαλήνη ώσπου να σε πάρει ήσυχα και μαλακά ο ύπνος.

Δειτε ακόμα: ”O φόβος μέσα από τα μάτια του παιδιού”

Πρώτες μέρες στο σχολείο, νέες εμπειρίες, νέες εικόνες, νέοι φόβοι. Ο μεγαλύτερος αυτών το διάλειμμα. Θυμάσαι όλα τα παιδιά να κυνηγιούνται, να παίζουν, να χτυπιούνται κι εσύ καθισμένη στα σκαλιά να τα κοιτάζεις από μακριά ευχόμενη να ακούσεις τον ήχο του κουδουνιού για να μπεις ξανά στην τάξη. Ήθελες τόσο να είσαι θαρραλέα, να μην τρέμεις πως θα σε ρίξουν κάτω, πως θα χτυπήσεις, πως θα σε κοιτούν όλοι, πως ίσως σε κοροϊδέψουν. Έκλεινες σφιχτά τα μάτια και μετρούσες, μετρούσες, τώρα ήξερες και παραπάνω από το δέκα, ως το εκατό και ξανά απ’ την αρχή. Μέσα στις φωνές και τα γέλια ακούγονταν λεπτές κοριτσίστικες φωνές να τραγουδούν : «Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει…» και αστραπιαία έκλεινες και τ’ αυτιά.

Και ξανά κενό. Τα χρόνια μαζί με τους φόβους που τα συνόδευαν πέρασαν και τη σειρά τους πήραν άλλα και μετά άλλα.

Γυμνάσιο. Στην τάξη χαμός και φασαρία, πειράγματα, ξύλο, γέλια. Η πόρτα κλείνει με κρότο και επικρατεί ησυχία. Περπατάει, ανεβαίνει στο βάθρο, τοποθετεί σχολαστικά το δερμάτινο χαρτοφύλακα πάνω στην έδρα. Το βλέμμα του σκανάρει το χώρο κι εσύ πετρώνεις στη ματιά του. Στυγερή, αμείλικτη σαν του ανακριτή. «Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, μέρα ή νύχτα;». Ανοίγει το χαρτοφύλακα και βγάζει έξω αυτό το μαύρο μικρό μπλοκάκι. Το ξεφυλλίζει, οι στιγμές μοιάζουν αιώνες κι αυτός ο κόμπος στο λαιμό σου δεν κατεβαίνει με τίποτα. Κοιτάει, σταματά το ξεφύλλισμα και με το δάκτυλό του ακουμπά τη σελίδα. Σηκώνει το δείκτη στον αέρα και σε στοχεύει : «Εσύ!».

Δείτε ακόμα: Τα παιδιά χωρισμένων γονιών φοβούνται το γάμο;

Και τα χρόνια περνούν σαν το νερό, κυλούν ανάμεσα στα δάχτυλά σου και μένουν μόνο οι στιγμές, σαν μικρές στάλες γυαλίζουν στην παλάμη σου. Οι φόβοι του μικρού παιδιού, της έφηβης κοπέλας παίρνουν άλλες μορφές και γίνονται φοβίες μιας γυναίκας.

Φτάνοντας στα πρώτα –άντα. Η φοβία των φιλενάδων σου; Μήπως δε βρουν κάποιο «καλό παιδί» να παντρευτούν. Κι όταν λέμε καλό δεν εννοούμε καλό για εμάς αλλά καλό στα χαρτιά: καλή δουλειά, καλά λεφτά, καλή οικογένεια, καλό αυτοκίνητο. H δική σου φοβία; Να καταλήξεις δίπλα σε κάποιον που δεν μιλάει μέσα σου. Ο καλός στα χαρτιά ήρθε, έκανε τα πάντα, είχε τα πάντα, ήταν ένα λαχείο που έλεγαν κι οι φίλες σου, κι εσύ χωρίς αμφιβολία ήσουν για ακόμα μια φορά πολύ τυχερό κορίτσι. Θα τον ακολουθούσες, θα τον παντρευόσουν και η ζωή σου θα γινόταν παραμυθένια.

Ο φονιάς του νου σου όμως, ο φόβος, σου χτύπησε ξανά την πόρτα κι εσύ αφελής κι ανυποψίαστη του άνοιξες και τον κοίταξες κατάματα, χωρίς να τρέξεις να κρυφτείς. Να τα αφήσεις όλα πίσω, δουλειά, γονείς, φίλους, σπίτι, να τον ακολουθήσεις, να ξεκινήσεις μια νέα ζωή, δίπλα του. Κι αν δεν; Αν κάτω από τα εκατό παπλώματα στα οποία θα κοιμόσουν ένιωθες το μπιζέλι στον πάτο τους; Αν το σώμα σου ήταν εκεί και η καρδιά σου μακριά; Αν έχανες τις στιγμές σου, τις δικές σου μικρές στιγμές, αυτό που ήσουν εσύ για σένα;

Σε τρόμαζε ο εγωιστικός τρόπος σκέψης σου, από την άλλη σε φανταζόσουν να χορεύεις πάνω κάτω στο σπίτι σαν την τρελή, να χάνεσαι ώρες ατελείωτες στις σκέψεις σου χωρίς επαφή με κανέναν, να τρως από την κατσαρόλα, να μιλάς ακατάπαυστα στο τηλέφωνο. Θα μπορούσε να είναι έτσι; Θα άντεχες να αλλάξεις τόσο όσο να καταφέρεις να στηρίζεις έναν άντρα που θα γυρνούσε από την δουλειά κουρασμένος; Θα μπορούσες να πνίξεις το παιδί, και να κομματιάσεις το λώρο;

Λουσμένη στον ιδρώτα, χωρίς να έχει ζέστη, εκείνο το μουντό πρωινό του Σεπτέμβρη στο λιμάνι του Πειραιά, οι βαλίτσες σου στο τσιμέντο, το εισιτήριο κι ένα τσιγάρο στο χέρι. Óλα ήταν γκρι και το πλοίο πλησίαζε προς το μέρος σου απειλητικά. Θυμήθηκες το κορίτσι που φοβόταν το σκοτάδι, που έσφιγγε την κούκλα και μετρούσε ως το δέκα, κάτι ροζ υπήρχε μέσα σου ακόμα. Γύρισες την πλάτη στην προβλήτα και άρχισες να τρέχεις. Mέσα σου η κοριτσίστικη φωνή αναμειγμένη με τις φωνές και τα γέλια στο προαύλιο του σχολείου τραγουδούσε «ήταν ένα μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν α-α-αταξίδευτο..»

Mερικά χρόνια μετά… Φόβος για την ανεργία, την εξαθλίωση, τον πόνο, το θάνατο, την απώλεια. Ο μεγαλύτερος φόβος όλων όμως; O φόβος για τον φόβο. Ο πιο ανασταλτικός παράγοντας για την ζωή. Ένα συναίσθημα που πάντα έβαζε τρικλοποδιές στα ρίσκα σου, στα γούστα σου, στις αποφάσεις σου, στις τρέλες σου. Αυτό που πάντα κατάφερνε να σε κρατάει πίσω. Αναρωτιέσαι: μήπως τελικά θα πρέπει να προκαλείς τους φόβους σου;

Σ’ ένα μαύρο σαν καμένο δάσος, με πανύψηλα δέντρα, τόσο ψηλά που κρύβουν και το παραμικρό κομμάτι ουρανού η ίδια λεπτή κοριτσίστικη φωνή σου τραγουδά: «περπατώ περπατώ μες το δάσος, όταν ο λύκος δεν είναι εδώ. Λύκε, λύκε ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ;»

Γράφει η Eleni Q