Γελάει. Όχι δεν είναι ακριβές. ΜΟΥ γελάει. Με αναγνωρίζει και όταν με βλέπει μου χαμογελάει. Μου ανταποδίδει το βλέμμα μου μ’ ένα πρόσωπο που λάμπει ολόκληρο. Με γεμίζει από χαρά και αρχίζω να χαμογελάω κι εγώ μέσα από την καρδιά μου. Και μετά κλείνω πίσω μου την πόρτα και φεύγω.
Έχουν προηγηθεί μέρες θριάμβου. Γιατί η σκληρή (για τις κυρίες φυσικά) αλήθεια είναι ότι ένας άντρας (ο γνωστός αχαΐρευτος) μπορεί να φροντίσει ένα μωρό με μεγάλη επάρκεια. ΟΚ, εξαιρείται ο θηλασμός για καθαρά τεχνικούς λόγους. Αλλά θες επειδή δεν έχουμε το ίδιο δέσιμο με τη μάνα και μπορούμε να είμαστε πιο ψύχραιμοι, θες γιατί το τάισμα, άλλαγμα, ύπνος στο πρωτόγονο, τετράγωνο, απλοϊκό αλλά πιο θετικό αντρικό μυαλό είναι χαμηλού επιπέδου προκλήσεις(!), θες επειδή οι ορμόνες μας ποτέ δε διαταράχθηκαν λόγω γέννας (τα νεύρα μας μπορεί) μας έχουν απομείνει ψήγματα λογικής και δεν πανικοβαλλόμαστε με το παραμικρό ουά, θες επειδή (να λέμε και του στραβού το δίκιο) μπορεί να είμαστε λίγο (λίγο το τονίζω) πιο ξεκούραστοι;
Το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ ακολουθείς το εγχειρίδιο λειτουργίας, δηλαδή τις οδηγίες του παιδιάτρου και όλα παν ρολόι. Προσοχή αυτά που είπε η παιδίατρος, όπως τα είπε. Όχι ό,τι ακούσαμε, ό,τι καταλάβαμε κι ό,τι “ξέρει η μαμά” (όπου μαμά όχι μόνο η φυσική μαμά, αλλά και η μαμά της μαμάς “εμείς πάντως τότε…”, η πεθερά της μαμάς “εγώ δηλαδή πως σας μεγάλωσα;..”, η θεία “μη καλέ έτσι το παιδί”, η ξαδέλφη, η γειτόνισσα, η καθαρίστρια, η περιπτερού και δε συμμαζεύεται). Όπως και νά ‘χει η ενασχόληση με το μωρό είναι βασικά απλή υπόθεση. Λόγω τιμής.
Και απίστευτα υπέροχη. Τ’ ομολογώ: αυτό δε μού ‘χε ξανατύχει. Η αποτίμηση της πατρότητας με σχετικά πιο αντρικούς όρους; Φαντάσου τον ενθουσιασμό σου με ένα καινούργιο γκάτζετ. Πολλαπλασίασε το επί 100. Κάθε μέρα. Γιατί κάθε μέρα βλέπεις και καινούργιο. Κάθομαι και τη χαζεύω ώρες. Μου φαίνονται όλα τόσο συναρπαστικά! Ακόμα και το παραμικρό κάμωμά της. Οι γκριμάτσες. Η ανταπόκριση στο χάδι και την αγκαλιά. Τα μικροσκοπικά χεράκια που χαϊδεύουν τον αέρα και ξαφνικά με μια κάπως αδέξια κίνηση συναντιούνται και πιάνουν. Ο ύπνος στην αγκαλιά (η πιο γαλήνια εμπειρία της ζωής μου). Το βλέμμα που γίνεται όλο και πιο έντονο μέχρι που ένα πρωί με κοιτάει στα μάτια.
Κι έτσι σιγά σιγά όλα αλλάζουν. Η ζωή γλυκαίνει, γίνεται συχνά ονειρική. Αυτά τα γλυκά ματάκια γίνονται συνεχώς παράθυρα σ’ έναν καινούργιο κόσμο που ποτέ πριν δεν μπορούσα να φανταστώ, να νοιώσω ότι υπάρχει. Από τη μία ένα πλάσμα για το οποίο τίποτα δεν είναι δεδομένο κι όλα είναι πρωτόγνωρα. Το φώς, το χρώμα, το φύλλο του δέντρου, το νερό, το χάδι, η ζέστη, το κρύο, το φιλί, το σεντόνι, η χάρτινη πεταλούδα, ο παραμικρός θόρυβος, οι λέξεις, η μουσική, τ’ αρώματα και οι μυρωδιές. ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Και από την άλλη εγώ να συνειδητοποιώ ότι τα μόνο που χρειάζεται αυτό το παιδί είναι λίγο φαγητό, να είναι καθαρό, να το αφήνεις να κοιμάται και να νοιώθει την ασφάλεια της παρουσίας και της αγάπης σου. Το αν αυτά συμβαίνουν σε τσαντίρι ή σε παλάτι είναι αδιάφορο. Το τι φοράω, τι αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο απ’ έξω, αν έχω λεφτά στην τράπεζα, αν είμαι διευθυντής ή εργάτης, όλα αδιάφορα. Όλη η ζωή, λίγο φαγητό και πολλή αγάπη. Και η ανταπόκριση στην αγάπη που δείχνουμε γίνεται όλο και πιο εμφανής, με ηρεμία και χαρά όταν είμαστε κοντά με ανησυχία και ενίοτε κλάμα όταν απομακρυνόμαστε.
Και οι μέρες περνούν μία-μία. Κι εκεί που όλα είναι υπέροχα και είμαι περήφανος για ό,τι έχω καταφέρει και ζω το όνειρο, σκάει το χαστούκι. Γιατί έρχεται εκείνη η μέρα που περιέγραψα στην αρχή. Μια μέρα καταραμένη. Γιατί εγώ πρέπει ν’ γυρίσω το βλέμμα μου και να κλείσω πίσω μου την πόρτα. Να πάω στη “δουλειά”. Γιατί κάποιος άλλος θα ζήσει την κάθε στιγμή του παιδιού μου όταν εγώ θα λείπω. Γιατί τα νέα θα μου τα λένε, θα γίνομαι από αφηγητής, ακροατής. Γιατί δε θα είμαι συνέχεια δίπλα στο μοναδικό πλάσμα που με κάνει να χαμογελάω σα χαζο-ερωτευμένος όποτε φέρνω την εικόνα του στα μάτια μου. Δύσκολος χωρισμός. Πολύ δύσκολος. Και καθώς εξελίσσεται η επικοινωνία γίνεται όλο και δυσκολότερος. Με τι μυαλό να δουλέψεις; Σκέτη πανωλεθρία.
Από τη μία εύχομαι να είχα ασχοληθεί λιγότερο, αλλά αμέσως έρχομαι στα συγκαλά μου. Πώς θα τα ξαναζούσα όλα αυτά;
Λυπάμαι τους πατεράδες που χάνουν αυτήν την ευκαιρία. Δεν καταλαβαίνω τις γυναίκες που βιάζονται να γυρίσουν στη δουλειά τους γιατί “δεν μπορούν άλλο”. Ζηλεύω τους γονείς που μπορούν να είναι συνέχεια με τα παιδιά τους. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ κι η γυναίκα μου. Δε μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερη τύχη. Και όσοι μπορούν, οι πιο πλούσιοι άνθρωποι στον κόσμο. Μακράν.
ΤΕΛΟΣ! ΤΕΛΟΣ;