Close

Πάνος Γεωργιάδης : Η πραγματική εμπειρία μου επτά ημέρες στην εντατική με κορονοϊό.

Πάνος Γεωργιάδης :  Η πραγματική εμπειρία μου επτά ημέρες στην εντατική με κορονοϊό.

Η προσωπική εμπειρία από τον κορονοϊό του Πάνου Γεωργιάδη ενός υγιούς, δραστήριου , δυνατού και λεπτόσωμου 50αρη που βγήκε σώος παρά τρίχα.

Δείτε επίσης: Αντίθετος ο ΠΟΥ στον υποχρεωτικό εμβολιασμό.

Επτά ημέρες στην εντατική με κορονοϊό

Η μάχη της μοναξιάς…

Όσοι προσβλήθηκαν από κορονοϊό, γνωρίζουν πολύ καλά πως αυτή η ασθένεια εκτός από ταλαιπωρία, έχει πολύ μοναξιά… θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την εμπειρία μου με όσα βίωσα στην εντατική. Όχι για να λυπηθείτε, αλλά για να καταλάβουν κάποιοι που ακόμη αντιδρούν και προστατέψουν επιτέλους τον εαυτό τους αλλά και όσους αγαπούν…

Ο ατίθασος αντάρτης δεν έχει οίκτο…

Το δικό μου υποκείμενο νόσημα ήταν ένα χρόνιο αλλεργικό άσθμα. Από τη στιγμή που μπήκε ο ιός μέσα μου, ο μάγκας έκανε τρελό rave party στα πνευμόνια. Αυτός ο «ατίθασος αντάρτης» εκμεταλλεύτηκε το πρόβλημά μου και με διέλυε εσωτερικά χωρίς οίκτο. Ήταν θέμα χρόνου να με συντρίψει και να με ταπεινώσει ολοκληρωτικά. Η άμυνά μου έμπαζε από παντού αφού ήδη έχασα το δεξί μπακ και τα γκολ που θα έτρωγα θα ήταν πολλά.

Ο μάγκας όμως είχε ήδη προλάβει και έφραξε το δεξί πνεύμονα, μέχρι να με διασωληνώσουν οι ήρωες γιατροί και νοσηλευτές στο θρυλικό 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη. Ο υγιής αριστερός πνεύμονας έπρεπε να αναπληρώσει την απώλεια του «αδελφού του» και να ξεπεράσει τον εαυτό του ώστε να σωθώ. Και αποδείχθηκε παλικάρι. Τα κατάφερε, αφού ούτε καπνιστής ήμουνα αλλά και περπατούσα καθημερινά 5-10 χλμ. Σβήστε το κολοτσιγάρο, σηκωθείτε από τον καναπέ και περπατήστε, περπατήστε, περπατήστε…

Η διασωλήνωση

Διασωληνώθηκα διότι δεν μπορούσαν πλέον ούτε οι μάσκες να με βοηθήσουν. Μπήκε ένας σωλήνας με ενισχυμένη παροχή οξυγόνου μέσα στα πνευμόνια, ώστε να με κρατήσουν στη ζωή. Η αποσωλήνωση έγινε μετά από 4 ημέρες ενώ τις 3 επόμενες ήμουν ξύπνιος στην εντατική, αλλά και 12 ημέρες νοσηλείας σε δωμάτιο.

Τι θυμάμαι, τι ένιωσα, τι έζησα εκείνες τις ημέρες…

Κατά τη διάρκεια της πενθήμερης καταστολής, έβλεπα όνειρα, άπειρα όνειρα, αλλά το τελευταίο λίγο πριν «ξυπνήσω» ήταν έντονο και θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια. Βρίσκομαι σε ένα ονειρεμένο και γαλήνιο μέρος στην Κίνα. Είναι νύχτα αλλά βλέπω ανθισμένα δέντρα, πολύχρωμα λουλούδια, κανάλια με βάρκες, μητέρες που κάνουν βόλτα τα παιδιά τους, ακούω μια υπέροχη χαλαρωτική μουσική. Το μέρος είναι απλά παραδεισένιο… Νιώθω ξετρελαμένος με την ατμόσφαιρα που βιώνω σαν να τη ζω πραγματικά… Χαίρομαι που αξιώθηκα να πάω ένα ακόμη μεγάλο ταξίδι στην Κίνα που ποτέ δεν είχα επισκεφτεί στο παρελθόν.

Το ξύπνημα…

Δεν ξέρω γιατί, άλλα ταυτόχρονα σκέφτομαι ( πάλι μέσα στο όνειρο) πως κάτι δεν μου αρέσει και πρέπει να φύγω από εκεί οπωσδήποτε!! Εκείνη τη στιγμή ακριβώς νιώθω να πνίγομαι! Καταλαβαίνω πως υπάρχει κάτι μέσα στο λαιμό μου που πρέπει άμεσα να το βγάλω. Ακούω καθαρά μια φωνή: « Κύριε Γεωργιάδη κάντε σας παρακαλώ λίγα δευτερόλεπτα υπομονή. Σας αφαιρούμε το σωλήνα από τα πνευμόνια και το λαιμό και τελειώνουμε. Αντιλαμβάνομαι αμέσως τι συμβαίνει αλλά ταυτόχρονα «βλέπω» μια εικόνα: Ένας κόκκινος προβολέας φωτίζει το δωμάτιο… Βλέπω από ψηλά…. εμένα με το στόμα ανοιχτό και 3-4 άτομα με χειρουργικές στολές και ντυμένοι με ποδιές, μάσκες, γυαλιά, σκούφους κάτι σαν εξωγήινοι δηλαδή, να προσπαθούν να μου βγάλουν ένα μικρό άσπρο σωλήνα.

Κάνουν βόλτες οι άγγελοι…?

Τι συνέβη άραγε? Το φαντάστηκα? Ήμουν θολωμένος από τα πολλά φάρμακα? Η μήπως έφευγε η ψυχή μου σε εκείνο το κρίσιμο ιατρικά σημείο? Ειλικρινά δεν μπορώ να δώσω απάντηση, αν και έχω διαβάσει αρκετές παρόμοιες ιστορίες ανθρώπων που έβλεπαν να «φεύγουν» από το σώμα τους. Θα το γράψω κι ας κινδυνέψω να γίνω γραφικός σε κάποιους. Σε 2-3 φίλους που το εκμυστηρεύτηκα και έχουν έντονη σχέση με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, μου είπαν πως οι άγγελοι, μου έκαναν μια μικρή βόλτα… Δεν θέλω να το πιστέψω, γιατί όχι μόνο με αγχώνει και με προβληματίζει αυτό το σενάριο αλλά κυρίως με τρομάζει! Τις επόμενες ημέρες δε, πολλοί ήταν οι συγγενείς και φίλοι που μου είπαν πως προσευχήθηκαν ακόμη και με λυγμούς, έδωσαν το όνομά μου σε εκκλησίες, μοναστήρια κ.α. ώστε να με λυπηθεί ο θεός… Εγώ φυσικά αν καταλάβαινα και με τόσες αμαρτίες, δεν θα είχα μούτρα να ζητήσω έλεος εκείνες τις στιγμές… Θα όδευα κατευθείαν σε κρατημένο «πρώτο τραπέζι πίστα» στην κόλαση.

Καλώς ήρθες πίσω Παναγιώτη…

Αφού νιώθω μια σχετική ανακούφιση από τη αφαίρεση του σωλήνα, ένας γιατρός με ρωτά αν τον ακούω και να απαντήσω με κούνημα του κεφαλιού αφού είμαι προσωρινά πλήρως «ανάπηρος» στο σώμα αλλά και δεν βγαίνει ήχος φωνής. Του κάνω καταφατικό νεύμα. Με ρωτά πάλι αν είμαι ο Παναγιώτης Γεωργιάδης από το Κιλκίς. Του απαντώ και μου λέει: «Παναγιώτη καλώς γύρισες πίσω…!!!» Δεν πιστεύω αυτό που ακούω και σκέφτομαι: « Γιατί που πήγα???»

Τρεις εφιαλτικές ημέρες στην εντατική

Δε γνωρίζω που πήγα και από πού γύρισα, αλλά ο πραγματικός εφιάλτης μόλις τώρα ξεκινούσε. Δεν πονάω πουθενά αλλά νιώθω μια απίστευτη ψυχική και σωματική κόπωση. Σαν να έτρωγα ξύλο επί μια εβδομάδα, μετά να πέρασε από πάνω μου ο Τιτανικός μαζί με τους επιβάτες, ύστερα η αμαξοστοιχία 604 Αθήνα-Δίκαια αλλά και μια νταλίκα φορτωμένη με σίδερα. Και διψάω! Διψάω τόσο πολύ, που συνεχώς σκέφτομαι και ονειρεύομαι ότι θέλω να πιω όλο το Βόσπορο και λίγο από τα Δαρδανέλια. Και ένα ποτήρι από το νέο εμβόλιο να μου έδινες, θα το έπινα με μεγάλη χαρά. Επιπλέον η πολυήμερη ακινησία μου ανάσκελα, προκαλεί την ανάγκη να στρίψω στο ελάχιστο το σώμα να ξεπιαστώ λίγο. Κι εκεί ήττα. Δεν μπορώ να το πω σε κάποιον για να με βοηθήσει αφού δεν έχω φωνή, δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου, αφού είμαι «ανάπηρος». Νιώθω σαν το Robocop στο εργαστήριο με καθετήρες, καλώδια, ενδοφλέβειες συνδέσεις στα χέρια για ορούς-φάρμακα κτλ

Η ταφόπλακα μου όμως ήταν η ολομέτωπη μάσκα που μου βάζουν στο πρόσωπο.

Κάτι σαν του δύτη. Αν και υποτίθεται μου δίνει οξυγόνο στο μέγιστο, εγώ νιώθω μόνο δυσφορία. Είμαι τόσο στρεσαρισμένος ψυχολογικά που νομίζω πως πνίγομαι από αυτή τη μάσκα. Δεν θα αντέξω λέω μέσα μου. Αποκλείεται. Νιώθω πως περνάω κρίση πανικού. Ανοίγω τα μάτια αλλά τα βλέπω όλα θολά, μάλλον από τα πολλά φάρμακα. Βλέπω μόνο έντονα φώτα και «εξωγήινους» που κινούνται συνεχώς σαν μέλισσες.

Ακούω ήχους από μηχανήματα. Δεν έχω ιδέα αν είναι μέρα ή νύχτα, η πόσες ημέρες είμαι μέσα. Προσπαθώ να βγάλω τη μάσκα να μην πνιγώ, αλλά… Αλλά το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.

Δεν έχω τη δύναμη να σηκώσω καν τα χέρια μου να τραβήξω τη μάσκα, κι ας κινδυνεύω από αυτή την απερίσκεπτη κίνηση. Δεν φοβάμαι το θάνατο, δεν περνάει καν από το μυαλό μου πως θα «σβήσω εκεί μέσα». Μάλλον, μου είναι παντελώς αδιάφορο. Απλά συνεχώς σκέφτομαι πως θα βρω τρόπο να τα καταφέρω να ξεπεράσω το μαρτύριο που ζω. Ηρεμώ και ανασυντάσσω τις δυνάμεις μου. Νιώθω σαν το φυτό-στρατιώτη στην ταινία του 1971 « Ο Τζόνυ πήρε το όπλο του», που είναι στο κρεβάτι και προσπαθεί να βρει τρόπο επικοινωνίας με το περιβάλλον του. Ο μοναδικός πόνος που νιώθω είναι τα συνεχή τσιμπήματα, για να μετρήσουν τα «αέρια μέσα στο αίμα μου» όπως άκουγα. Μια οδυνηρή εμπειρία αφού με τη βελόνα σου «σκαλίζουν» τις φλέβες.

Σκέφτομαι, σκέφτομαι…

Σκέφτομαι συνεχώς για τα πάντα αλλά όχι τα παιδιά μου… Θέλω να τα «αφαιρέσω» αυτές τις τραγικές στιγμές της ζωή μου. Δεν θέλω να με δουν σε αυτή την κατάσταση. Δεν θέλω να στεναχωρηθούν. Αρκετές πίκρες έζησαν και ζουν, ας μην προσθέσω κι εγώ άλλη μια. Εγώ είμαι ο πατέρας τους. Η αγκαλιά, το κουράγιο, η ασφάλεια, η βοήθεια, η χαρά, η ελπίδα…
Σκέφτομαι πως θα αντέξω το μαρτύριο ακινησίας, δίψας, πνιξίματος από τη μάσκα. Προσπαθώ να κοιμηθώ ώστε να περάσει ο χρόνος πιο γρήγορα. Κοιμάμαι και ξυπνώ νομίζοντας πως πέρασαν ώρες. Νομίζω πως επιτέλους ξημέρωσε αλλά δυστυχώς είναι ακόμη απόγευμα!

Για να περάσει ο χρόνος πιο ευχάριστα επιστρατεύω τη δύναμη του μυαλού. Προσπαθώ να σκεφτώ παλαιότερα υπέροχα ταξίδια που έκανα στη ζωή μου, θέλω να ονειρευτώ τα επόμενα. Προσπαθώ να πλάσω εικόνες από το αγαπημένο μου Βιετνάμ. Σκαλίζω αναμνήσεις από έρωτες, φλερτ, αστείες στιγμές της ζωής μου με φίλους, ωραία φαγητά, μουσικές και οτιδήποτε άλλο ευχάριστο. Μάταιος κόπος. Δεν βγαίνει τίποτα! Αφού διψάω. Και σκέφτομαι το Βόσπορο. Διψάω τόσο που νόμιζα ήμουν στην έρημο κανένα δεκαήμερο ενώ έκανα μαραθώνιο. Και νερό πουθενά!

Σας ακούω, σαν νιώθω…!

Κάτι που νομίζω πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο, ώστε να αντέξω εκείνο το τριήμερο στην εντατική, ήταν η παρουσία των γιατρών και νοσηλευτών. Για να σπάσω τη μονοτονία και ανία που περνούσα, «κρυφάκουγα» τις συζητήσεις τους! Άκουγα τα πάντα για φάρμακα, δοσολογίες, μετρήσεις, οξυγόνα. Για το πόσο καταπονημένοι και κουρασμένοι είναι από τον ακήρυχτο «πόλεμο» του ατίθασου αντάρτη κορονοϊού. Για τις ατέλειωτες ώρες στο νοσοκομείο ώστε να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των ημερών αφού είχαμε έκρηξη κρουσμάτων.
Και το πίστευα αφού ένιωθα πως πρέπει να πηγαίνουν ελάχιστες ώρες στο σπίτι τους. Με στολές εξωγήινων για την αποφυγή μολύνσεων. Στις ελάχιστες στιγμές ανάπαυλας του πολέμου, άκουγα που μιλούσαν με τα παιδιά τους με βιντεοκλήσεις, για τα μαθήματα στο σχολείο, με τη σύζυγο για το πότε θα επιστρέψουν σπίτι. Μια φορά άκουσα τη λέξη: « Τον χάσαμε» ενώ άλλες φορές να περιμένουν νέα βαριά περιστατικά.

Μέσα στον πόνο μου, τους θαύμαζα, τους χαιρόμουν, με συγκινούσαν με την υπερπροσπάθειά τους. Ήθελα να τους φωνάξω με δύναμη: « Συγχαρητήρια λεβέντισσες νοσηλεύτριες και παλληκάρια γιατροί, για όσα κάνετε για εμένα. Μπράβο σας για το συνεχή καθημερινό αγώνα, το ρίσκο να μολυνθείτε κι εσείς, την ψυχολογική και σωματική πίεση που περνάτε. Σας θαυμάζω για τον επαγγελματισμό, τις γνώσεις, την ψυχραιμία σας, την ταπεινότητα, το σεβασμό και τη φροντίδα στον ασθενή» Κι όμως δεν μπορώ. Δυστυχώς η φωνή μου δε βγαίνει λόγω των κατασταλτικών φαρμάκων. Κάνω πλάνα με ποιο τρόπο να τους ευχαριστήσω όταν κι αν γίνω καλά. Να τους φέρω μια ζωντανή αλανιάρα χωριάτικη κότα μαζί με αυγά? Η μήπως τα ονειρεμένα ποντιακά πισία από το Κιλκίς να τρελαθούν?

Ξεχώριζα πλέον τον τρόπο ομιλίας, αφού δεν μπορούσα να αναγνωρίσω πρόσωπα από τις μάσκες και τα γυαλιά. Την Όλγα και τη Σοφία μα κυρίως την Κατερίνα. Το «χρώμα κάθε φωνής» μου βγάζει ευγένεια, γλυκύτητα, τυπικότητα, ενδιαφέρον. Ακόμη και την κόπωση ή τη στεναχώρια.

Ας τον πιούμε τουλάχιστον με περηφάνεια και αξιοπρέπεια…

Μέσα στον πόνο μου μια φορά γέλασα με την ψυχή μου. Συζητούν μάλλον γιατροί και νοσηλευτές μαζί σε χαλαρό ύφος για την εξέλιξη του κορονοιού. Και λέει ο ένας με φυσικότητα: « Ότι θα τον πιούμε το επόμενο διάστημα είναι σίγουρο» και δεν εννοούσε τον καφέ αλλά τη γενική κατάσταση με την ασθένεια, και συνέχισε: « Τουλάχιστον ας τον πιούμε με αξιοπρέπεια και περηφάνεια». Πόσο κουράγιο μου έδωσε αυτή η κουβέντα εκείνη τη στιγμή. Σαν να το έλεγε σε εμένα… Με περηφάνεια και αξιοπρέπεια. Άγνωστε γιατρέ να ξέρεις ότι το προσπάθησα, το πάλεψα από εκείνη τη στιγμή. Κι εγώ «τον ήπια», αλλά με περηφάνεια και αξιοπρέπεια…

Το παράξενο δάκρυ

Δεν πονάω, δε νιώθω συγκίνηση ή λύπη. Κι όμως ξαφνικά ένα δάκρυ κυλά στο πρόσωπο! Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή εκτονώθηκε όλη η πίεση που ένιωθα τόσες ημέρες εκεί μέσα. Δεν έχω δύναμη να το σκουπίσω μόνος, δεν υπάρχει κανείς δίπλα μου να το κάνει. Κι όμως αυτό το λυτρωτικό δάκρυ ήταν μια μικρή μου νίκη «στη μάχη της μοναξιάς»…

Υπομονή, βγαίνουμε!

Την 3η και τελευταία ημέρα στην εντατική, με έβαλαν σε άλλο δωμάτιο σε light έκδοση αλλά πάλι με μηχανήματα κτλ. Μου έβγαλαν την οδυνηρή μάσκα του δύτη και έβαλαν μια συμβατική και πολύ πιο απελευθερωτική. Αρχίζω να παίρνω τα πάνω μου, αφού καταλαβαίνω από τις συζητήσεις των γιατρών πως είναι θέμα ωρών να με μεταφέρουν στις κλινικές covid. Μετρώ πλέον λεπτά, δευτερόλεπτα, δέκατα. Φεύγω!

Κάποια στιγμή ακούω να «ετοιμάσουν το Γεωργιάδη» για να φύγει. Θέλω να τσιρίξω, να ανοίξω σαμπάνιες. Νιώθω σαν τη νύφη που φεύγει από Κυριακάτικο τραπέζι στο σπίτι της πεθεράς! Ξαφνικά από τον παράδεισο επιστρέφω ξανά στην κόλαση! « Να φύγει πρώτα η τάδε και μετά ο Γεωργιάδης». Όχι ρε γαμώτο δεν το πιστεύω. Η χαριστική βολή έρχεται λίγο αργότερα. «Πήραν τηλέφωνο, να μην στείλουμε άλλον γιατί οι κλινικές είναι φουλ, δεν υπάρχουν κρεβάτια!» Ξανά απογοήτευση και αρνητικές σκέψεις: « Εδώ θα αφήσω τα κοκαλάκια μου».

Οι άγγελοι είναι και στη γη…

Οι προσευχές των φίλων, ιερέων, μοναχών για τον αμαρτωλό, μάλλον πιάνουν τόπο. Εμφανίζεται ένας επίγειος άγγελός. Ο δικός μου άγγελος. Δε βλέπω πρόσωπο αλλά νιώθω μια φροντίδα πέρα από τα επαγγελματικά καθήκοντα. Μια από τις νοσηλεύτριες Κατερίνα-Σοφία-Όλγα ή κάποια άλλη, σαν να άκουσε τις σκέψεις μου. Φέρνει υγρά πάνινα μαντηλάκια και αρχίζει να μου βρέχει τα ξερά και «πετρωμένα» από την ακινησία χείλη. Προσπαθώ να ρουφήξω 2-3 σταγόνες ώστε να σβήσω τη δίψα μου. Επί αρκετά λεπτά μου τρίβει με τα μαντηλάκια το μέτωπο, τα μάγουλα, το λαιμό, τις παλάμες. Αυτή καθαρίζει το βρώμικο δέρμα μου, αλλά εγώ το βλέπω σαν ψυχική κάθαρση. Αν οι πάνω άγγελοι με πήγαν βόλτα στην «παραδεισένια Κίνα», αυτή θα με κάνει να ξανακλάψω.

Είμαι απόλυτα μόνος στη «μάχη της μοναξιάς» και ένας άγνωστος άνθρωπος με φροντίζει σαν να είναι σύζυγος, σύντροφος, φίλη, αδελφή μου. Θέλω να της εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου αλλά δεν τα καταφέρνω αφού δε βγαίνει καθόλου φωνή. Θέλω να την αγκαλιάσω και να της πω: « Τι τιμή, τι ευτυχία κοριτσάρα μου που βρέθηκες δίπλα μου και μου πρόσφερες το πιο δυνατό φάρμακο… Τη φροντίδα. Θέλω να της πω –αν και το ξέρει- πως ο ασθενής δε χρειάζεται μόνο κορτιζόνες, αντιβιωτικά και οξυγόνα. Η φροντίδα του είναι το σημαντικότερο φάρμακο. Ένα χάδι, άγγιγμα, ακόμη και να σε σκεπάσει με την κουβέρτα. Και στον κορονοϊό λείπουν όλα αυτά…»

Αγαπητέ γιατρέ-πνευμονολόγε Βαγγέλη Ντιναπόγια αλλά και οι άλλοι γιατροί και νοσηλευτές που δεν θα μάθω ποτέ τα ονόματά σας. Να ξέρετε πως όλα τα άκουσα, τα ψιλοείδα έστω και θολά. Ένιωσα πολλά εκεί μέσα. Ένα απλό ευχαριστώ είναι ελάχιστο νομίζω. Να ξέρετε πως είμαι πολύ υπερήφανος για εσάς. Θα ήθελα απλά να το ξέρετε πως σας ευγνωμονώ.

Άγνωστε γιατρέ να ξέρεις ότι το προσπάθησα, το πάλεψα από εκείνη τη στιγμή που σε άκουσα ότι θα τον “πιούμε”. Κι εγώ «τον ήπια», αλλά με περηφάνεια και αξιοπρέπεια…

Σας ευχαριστώ για όλα

Επτά ημέρες στην εντατική με κορονοϊό

Η μάχη της μοναξιάς…

Όσοι προσβλήθηκαν από κορονοϊό, γνωρίζουν πολύ καλά πως…

Δημοσιεύτηκε από Πάνος Γεωργιάδης στις Δευτέρα, 7 Δεκεμβρίου 2020