«Πες μου πώς λέμε μια μάνα που χάνει το παιδί της; Ξέρεις; Δεν ξέρεις, γιατί δεν υπάρχει αυτή η λέξη».
Ο θάνατος, «το προπατορικό αμάρτημα του Θεού», όπως έγραφε ο Ασημάκης Πανσέληνος, ένας από τους φωτεινούς πρεσβευτές της γενιάς του ’30, παραμένει για την ανθρώπινη ύπαρξη μια εφιαλτική δίνη, που, όμως, όλοι θα ζήσουμε. Ο τελευταίος κρίκος της ζωής κάποιους μας βρίσκει προετοιμασμένους και κάποιους ανυποψίαστους. Δεν υπάρχει, όμως, τίποτα πιο τραγικό από την απώλεια ενός παιδιού. Δύο μητέρες που έχασαν τα μωρά τους, μας μιλάνε για την επόμενη μέρα, για τον ζόφο της απώλειας, για αυτό που τις κάνει να σηκώνονται από το κρεβάτι.
Αντιγόνη Γάτου
Έχασε την κόρη της, Ραφαέλα, τον Μάρτιο του 2017, σε ηλικία τεσσάρων ετών
Είχα μια δύσκολη εγκυμοσύνη, αλλά γέννησα ένα υγιέστατο κοριτσάκι στις 11 Δεκεμβρίου του 2013, ημερομηνία της Παγκόσμιας Ημέρας του Παιδιού. Την ονομάσαμε Ραφαέλα. Εγώ, που μετά την απώλεια του πατέρα μου είχα αρνηθεί τον Θεό, είδα στον ύπνο μου μια φιγούρα που κρατούσε ένα κοριτσάκι στο χέρι και μου προκάλεσε ανεξήγητη γαλήνη. Δεν γνώριζα για τον Άγιο Ραφαήλ, αλλά μετά το όνειρο τον έψαξα και τον βρήκα. Είναι ο Προστάτης των Παιδιών και έδωσα στο παιδί μου το όνομά του.
Με τη Ραφαέλα γνωρίσαμε εννιά μήνες ευτυχίας. Δεν αρρώστησε, δεν έκλαιγε σχεδόν ποτέ και ήταν ένα πολύ δυνατό μωρό, που συνέχεια σκαρφάλωνε παντού. Ένα τερατάκι.
Το βράδυ πριν το ατύχημα, όλο έκλαιγε. Τη σήκωνα αγκαλιά, την ηρεμούσα και σε λιγότερο από μία ώρα ήταν πάλι ξύπνια με κλάματα. Εξαντλημένη από αυτήν την κατάσταση, κάποια στιγμή λέω στον Βαγγέλη, τον σύζυγό μου, «σήκω εσύ αυτήν τη φορά». Εκείνη τη μία ώρα που κοιμήθηκα είδα στο όνειρό μου πως με τη Ραφαέλα αγκαλιά, κατέβαινα μια σκάλα. Μία σκάλα σκοτεινή που στο βάθος της είχε ένα φως. Στα δεξιά μου εμφανίζεται ο νονός της και μου φωνάζει «Αντιγόνη, μην κατεβαίνεις». Με μεγάλη ηρεμία τον κοιτάω και του απαντάω «έρχομαι». Κατέβηκα με το μωρό τη σκάλα και έφτασα στο φως. Ένιωθα πολύ γαλήνια, δεν υπήρχε τίποτα πέρα από ηρεμία. Γύρισα, κοίταξα ξανά τη σκάλα, αλλά δεν την ανέβηκα ποτέ να γυρίσω πίσω. Αυτά τα κλάματα της Ραφαέλας και εκείνο το όνειρο με τάραξαν.
Την επόμενη μέρα ζήτησα από τον Βαγγέλη να μην πάει στη δουλειά. Του είπα πως δεν είναι καλά η Ραφαέλα και να μείνει μαζί μας. Μου απάντησε, «πήγαινέ τη μια βόλτα». Θυμάμαι, ήταν Νοέμβριος μήνας και φυσούσε πάρα πολύ. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και καθώς την έβαζα στο καθισματάκι της, παρατήρησα πως μετά βίας μπόρεσα να κλείσω τη ζώνη. Την πήγα στην πλατεία των Τρικάλων και μετά στο σπίτι του νονού της. Καθίσαμε εκεί, παίξαμε και το βραδάκι φύγαμε. Επειδή έβρεχε, ήρθε μαζί μου η μητέρα του νονού της να με βοηθήσει να μπούμε στο αυτοκίνητο – πάλι το πρόβλημα με τη ζώνη. Στο πορτ μπαγκάζ ήταν τα ψώνια που είχαμε κάνει και δίπλα από το καθισματάκι, το καροτσάκι της. Θέση στο πίσω κάθισμα, δεν υπήρχε. Με τη βροχή να μη σταματάει, τη ζώνη να μην μπαίνει και τη Ραφαέλα να κλαίει, της ζήτησα να κάτσει στη θέση του συνοδηγού με το μωρό στην αγκαλιά της.
Στον δρόμο μας υπήρχε μια χωρίς σήμανση γέφυρα, από αυτές τις κίτρινες που περνάμε τα ποτάμια αν ξέρεις. Σε αυτές τις γέφυρες υπάρχει ένα κράσπεδο και στένωση του δρόμου. Το συγκεκριμένο ήταν πάρα πολύ ψηλό και σκεπασμένο με χόρτα. Ο δεξιός μπροστινός τροχός βρήκε στο κράσπεδο. Αυτό ήταν – κι ας πηγαίναμε με δέκα χιλιόμετρα. Το παιδί της έφυγε από τα χέρια. Δεν ξέρω πού βρήκε, αλλά δεν είχε ούτε μια γρατζουνιά, ούτε αίμα, αλλά ούτε και αισθήσεις.
Στο σπίτι δεν έχω αλλάξει το δωμάτιό της, όμως εκεί δεν μπαίνω. Δεν μπορώ.
Δεν ξέρω σε πόση ώρα ήρθε το ασθενοφόρο, αν άργησε, αν ήρθε στην ώρα του. Εκείνη την ώρα χάνεις τον χρόνο, χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου. Μέσα στο ασθενοφόρο, της έβαλαν οξυγόνο και φύγαμε για το νοσοκομείο. Κι εκεί, στο νοσοκομείο, που νόμιζα πως γλιτώσαμε, άρχισε ο Γολγοθάς μου.
Στο νοσοκομείο των Τρικάλων έπρεπε να ακολουθηθεί το πρωτόκολλο, όπως σε όλα τα νοσοκομεία. Να κάνει το παιδί αξονική, μαγνητική, να του πάρουν αίμα. Γιατί, όμως, να τα κάνουν όλα αυτά από τη στιγμή που δεν έχουν νευροχειρουργική ούτε καν παιδιατρική; Δεν φταίνε, όμως, οι γιατροί. Οι γιατροί στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη κράτησαν τη Ραφαέλα ζωντανή. Υπάρχει ευθύνη στον τρόπο λειτουργίας των ελληνικών νοσοκομείων, στον οποίο οι γιατροί είναι δέσμιοι. Δέσμιοι ενός δυσλειτουργικού πρωτόκολλου. Αν ήμουν στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, το παιδί θα είχε χειρουργηθεί κατευθείαν. Δεν θα είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Όταν η υπόθεση πήρε δημοσιότητα, ακουγόταν σαν κράξιμο. Ούρλιαζα. Αλλά όταν βρίσκεσαι σε μία τόσο κακή κατάσταση όσο εγώ, δεν μπορείς να μιλήσεις όπως θα ήθελες. Χάνεις τον έλεγχο των συναισθημάτων. Ήταν το παιδί μου και καιγόμουν. Όλα μου έφταιγαν. Κι ενώ υπήρχαν λάθη, δεν μπορούσα να τα βάλω σε σειρά για να καταλάβει κι ο κόσμος. Αυτός ο κόσμος που μας βοήθησε, εν τέλει, να πάμε μετά από οκτώ μήνες στην εντατική στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης, στη Γερμανία. Εκεί μείναμε σχεδόν δύο χρόνια. Οι Γερμανοί διαπίστωσαν πως η Ραφαέλα δεν μπορούσε να βγει από την εντατική. Χρειαζόταν 24ωρη φροντίδα, με μηχανήματα και βαριά φάρμακα, αλλά και νευρολογική αποκατάσταση.
Όλο αυτό το διάστημα στα νοσοκομεία η Ραφαέλα μεγάλωνε, αναπτυσσόταν αλλά δεν είχε επικοινωνία. Έφυγε τελικά από οξεία παγκριετίτιδα. Ήταν η βαριά φαρμακευτική αγωγή που τη λύγισε. Οι γιατροί μ;aς πρότειναν να πάμε σε άλλο νοσοκομείο. Αρνήθηκα. Γνωρίζω τι είναι η οξεία παγκριετίτδα, τρία χρόνια στα νοσοκομεία είχα μελετήσει τα πάντα, είχα γίνει ένας μικρός γιατρός. Είπα όχι, να αφήσουμε το παιδί να ηρεμήσει. Την επόμενη ημέρα είχε αρχίσει να πρήζεται, τα νεφρά της δεν λειτουργούσαν, το οξυγόνο της έπεφτε. Έστειλα μήνυμα στον Βαγγέλη να έρθει να χαιρετίσει το παιδί. Τηλέφωνο; Όχι, πώς να μπορέσω να τον πάρω τηλέφωνο να του πω κάτι τέτοιο;
Ένα παιδί που χάνει τους γονείς του το λέμε ορφανό, μια γυναίκα που χάνει τον άνδρα της χήρα. Πες μου πώς λέμε μια μάνα που χάνει το παιδί της; Ξέρεις; Δεν ξέρεις, γιατί δεν υπάρχει αυτή η λέξη.
Μας έβαλαν από μία καρέκλα. Δεξιά εγώ, αριστερά ο Βαγγέλης. Να βλέπεις τα μηχανήματα, τους ρυθμούς της καρδιάς να πέφτουν και να μην ξέρεις τι να κάνεις. Να φεύγει το παιδί σου μες στα μάτια σου. Της τραγουδήσαμε την «Κουκουβάγια» που της άρεσε. Είσαι τόσο αδύναμος να αντιμετωπίσεις αυτό το μαύρο του θανάτου. Πώς να το αντέξεις;
Πηγαίνω στο κοιμητήριο και δεν μπορώ να το δεχτώ. Σκέφτομαι «εγώ έχω το παιδί μου τώρα εδώ μέσα;». Δεν είναι ο φυσιολογικός κύκλος της ζωής αυτός – να φεύγει το παιδί πριν τη μάνα. Κι είναι αυτή η αγάπη που έχεις για το παιδί σου που σε μπερδεύει. Ξέρεις πως υπάρχουν μητέρες που στο μνήμα του παιδιού τους δεν έχουν βάλει φωτογραφία του; Δεν το δέχονται.
Πηγαίνω, όμως, γιατί εκεί είναι το παιδί μου. Και ξέρεις; Σπάνια θα κλάψω στο μνήμα της πια. Στην αρχή, όταν πήγαινα γονάτιζα. Έμενα με τις ώρες. Χρειάζονταν τρία άτομα να με μαζέψουν. Τώρα πηγαίνω, της μιλάω, ανάβω το καντηλάκι της και φεύγω. Το τελευταίο καιρό έχει εμφανιστεί ένα μαύρο, μαλλιαρό σκυλάκι που πάντα με περιμένει εκεί δίπλα στη Ραφαέλα. Βάζω μουσική από το καρουζέλ της δίπλα από το καντήλι και κάθεται εκεί και το κοιτάζει. Σκέφτηκα να το πάρω σπίτι, αλλά με κάνει χαρούμενη να σκέφτομαι πως η Ραφαέλα έχει παρέα.
Στο σπίτι δεν έχω αλλάξει το δωμάτιό της, όμως εκεί δεν μπαίνω. Δεν μπορώ. Μπήκα μία φορά όταν ήρθα από τη Γερμανία. Πήρα τα ρούχα της, τα μύρισα, τα έβαλα σε μία σακούλα και έκλεισα την πόρτα. Αν θες να σωθείς από αυτό, δεν πρέπει να τα ανακατεύεις. Φωτογραφίες της, όμως, έχω παντού, σε κορνίζες, στο κινητό μου. Είναι δύσκολο να ζεις μόνο με αναμνήσεις.
Η σχέση μου με τον Βαγγέλη όχι μόνο δεν διαταράχτηκε από την απώλεια της Ραφαέλας, αλλά δεθήκαμε πιο πολύ. Δεν έχουμε μαλώσει ούτε μια φορά και δεν με κατηγόρησε ποτέ. Δυο μήνες μετά τον θάνατο του παιδιού έμεινα έγκυος. Αισθάνθηκα για πρώτη φορά ξανά χαρά, ένιωθα ένα φτερούγισμα. Όταν συμπληρώθηκαν, όμως, τα τρίμηνα της Ραφαέλας καθώς έφτιαχνα το σιτάρι για να τη διαβάσουν στην εκκλησία, το ‘χασα το μωρό από τη στενοχώρια. Ήταν σαν να μην ήμουν έτοιμη, ενώ το ήθελα πολύ.
Αναρωτιέμαι αν θα γίνω ξανά αυτό που ήμουν. Οι τύψεις, η στενοχώρια, η μοναξιά, ένα σπίτι χωρίς γέλιο με έχουν κάνει ζόμπι. Ένα παιδί που χάνει τους γονείς του το λέμε ορφανό, μια γυναίκα που χάνει τον άνδρα της χήρα. Πες μου πώς λέμε μια μάνα που χάνει το παιδί της; Ξέρεις; Δεν ξέρεις, γιατί δεν υπάρχει αυτή η λέξη.
Λέμε συνέχεια, όμως, για τις μάνες και αισθάνομαι πως αδικούμε τους πατεράδες. Μπορεί εμείς να γεννάμε, να θηλάζουμε, να είμαστε από πάνω τους, αλλά εκείνοι υποφέρουν περισσότερο. Στις αρχές έφευγα μες στη νύχτα και πήγαινα στο κοιμητήριο. Έβρισκα γαλήνη εκεί, όσο μακάβριο κι αν σου ακούγεται. Εκείνα τα βράδια έβρισκα πατεράδες να κάθονται πάνω από τα μνήματα των παιδιών τους να κάνουν τσιγάρο. Είναι οι κρυφοί ήρωες οι πατεράδες. Ραγίζουν πιο εύκολα κι ας τους έχουμε για δυνατούς. Ο Βαγγέλης πονάει περισσότερο, γιατί πονάει και για εμένα.
Τι μου αρέσει σήμερα; Μου αρέσει να κάνω γλυκά. Και να βλέπω διαφημίσεις. Έξω δεν βγαίνω πολύ. Δεν θέλω να μεταδίδω τη μαυρίλα μου. Κι όταν βγαίνω και είμαι στο μηχανάκι, αν δω παιδιά στο μπροστινό κάθισμα των αυτοκινήτων τούς χτυπάω τα τζάμια. «Βάλε πίσω το παιδί τώρα», τους φωνάζω. Δεν με νοιάζει, ας με πουν τρελή. Μήπως να κολλήσω φωτογραφίες από το μνήμα του παιδιού μου για να καταλάβουν;
Είναι ο θάνατος με τον οποίο δεν μπορείς να συμβιβαστείς. Θέλω να προχωρήσω, να βγω από τη μαυρίλα. Θέλω. Κι αναγκαστικά θα προχωρήσουμε. Επιβάλλεται. Δεν έχουμε άλλη επιλογή.
Πώς φαντάζομαι τη ζωή μου δέκα χρόνια μετά; Δεν φαντάζομαι τίποτα. Δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει. Σταμάτησα να κάνω σχέδια ζωή όταν έχασα τη Ραφαέλα. Ακυρώθηκαν τα πάντα. Είναι μάταιο. Ζω για το σήμερα. Είναι γελοίο να σχεδιάζεις.
Ολυμπία Καραμπέτσου
Έχασε τον γιο της, Δημήτρη, στις 20 Απριλίου του 2016, σε ηλικία τεσσάρων ετών
Ο Δημήτρης είχε καρκίνο στο κεφαλάκι του, μια πολύ σπάνια μορφή όγκου, επενδύμωμα βλάστωμα πινέτ λέγεται, που αν το googlάρεις στα ελληνικά δεν θα το βρεις καν. Καταλαβαίνεις τι λαχείο μας έτυχε. Στην Αθήνα δεν τολμούσαν να χειρουργήσουν. Στους δύο μήνες είχε διπλασιαστεί ο όγκος. Φύγαμε στη Γερμανία, σε ιδιωτικό νοσοκομείο, όπου χειρουργούν αποκλειστικά όγκους εγκεφάλου. Εκεί, ο όγκος αφαιρέθηκε εντελώς μετά από ένα χειρουργείο 12 ωρών. Η βιοψία, όμως, δεν μας επέτρεψε να χαρούμε. Ήταν τέτοιος ο τύπος του καρκίνου. Ακτινοβολίες δεν μπορούσαμε να κάνουμε. Τι ακτινοβολίες να κάνεις σε ένα παιδάκι 27 μηνών;
Γυρίσαμε από τη Γερμανία και μπήκαμε κατευθείαν στο ογκολογικό «Ελπίδα». Ακολουθήσαμε το πρωτόκολλο που μας έδωσαν οι Γερμανοί γιατροί, με βαριά φαρμακολογία που προβλέπεται για αυτόν τον όγκο. Ακολούθησαν δύο μεταμοσχεύσεις μυελού των οστών. Δεν έφαγε για έναν μήνα. Έκανε πράσινους εμετούς, έπαθε στοματίτιδα, έφτασε εννιά κιλά. Μαζί του κατέρρεα κι εγώ. Από τα 60 κιλά έφτασα στα 49.
Σε όλη αυτήν τη δοκιμασία χάσαμε τις δουλειές μας, η εταιρεία που εγώ δούλευα έκλεισε και ο Γιώργος, ο άνδρας μου, παράτησε τη δική του. Ήμασταν, όμως, πάντα μαζί και ήταν σημαντικό. Ακόμα και ο μεγάλος μου γιος, ο Μάριος, ερχόταν να μας επισκεφτεί στη «Φλόγα». Το έζησε από κοντά και ας ήταν κι αυτός μικρό παιδί (τώρα είναι εννέα ετών). Θυμάμαι πώς κάναμε Πρωτοχρονιά μέσα στο δωμάτιο του Δημήτρη στο «Ελπίδα»: ο Μάριος, εγώ και ο Γιώργος έξω από το δωμάτιο, γιατί δεν επιτρεπόταν άλλο άτομο.
Δεν τα είχε καταφέρει κανένα παιδάκι με αυτόν τον όγκο. Στην Ελλάδα μόνο ένα είχε παρουσιαστεί με αυτόν τον τύπο καρκίνου, που επίσης δεν τα κατάφερε. Μελετούσα, ρωτούσα, ενοχλούσα. Και μπορεί όλη αυτή η γνώση εμένα να με βασάνιζε και να με στενοχωρούσε, αλλά γλίτωσα το παιδί μου από αναίτιες ταλαιπωρίες.
Ο Δημήτρης δεν έκλαψε ποτέ. Δεν με ξύπνησε ένα βράδυ. Δεν κατάλαβα πως έχω παιδί, ένα βαριά άρρωστο παιδί. Ήταν ο καλύτερος ασθενής. Άπλωνε μόνος το χεράκι του για να του πάρουν αίμα, χωρίς να κλαίει, χωρίς να αντιδράει. Με τους γιατρούς, όμως, δεν έγινε φίλος. Δεν γέλασε ποτέ με τα αστεία τους. Σοβαρός, ώριμος και ισχυρός. Ήμουν ένα τίποτα μπροστά του.
Από τη «Φλόγα» φύγαμε τον Αύγουστο του 2014. Εγώ δεν ήμουν, όμως, καλά. Παραήταν καλό για να είναι αληθινό. Σου είπα, είχα διαβάσει πολλά. Καθόμουν ανέκφραστη με τις ώρες κοιτώντας το κενό. Δεν μιλούσα, δεν έτρωγα, δεν γελούσα. Με τη βοήθεια μιας άλλης μαμάς πήρα μια ελάχιστη δόση αντικαταθλιπτικών. Αν ήμουν αθωράκιστη με την υποτροπή που ακολούθησε, δεν ξέρω πώς θα τα έβγαζα πέρα. Όχι για να βοηθήσω εμένα, αλλά το παιδί μου.
Τόσο επιθετικός ήταν ο όγκος, που δεν τον άφησε τον Δημήτρη μου να ξεκουραστεί. Παρουσίασε διασπορά μέχρι τη λεκάνη, με αποτέλεσμα το παιδί να σταματήσει να περπατάει. Από μαγνητική σε μαγνητική, ο όγκος μεγάλωνε. Τον Ιανουάριο του 2015 είχε πια κλείσει τα τρία και ξεκινήσαμε ακτινοβολίες. Ήταν περισσότερο υποστηρικτικές, αλλά πράγματι περπάτησε για λίγο. Εκείνο το καλοκαίρι καταφέραμε και πήγαμε διακοπές. Σκέφτηκα πως θα ήταν οι τελευταίες του.
Με την επιστροφή μας ξεκίνησαν οι υποτροπές. Βρήκαμε ένα πειραματικό σχήμα φαρμάκων ∙ το δοκιμάσαμε και αυτό. Σταθεροποιήθηκε η κατάσταση, για να έρθει λίγο καιρό μετά και η τελευταία υποτροπή. Τότε σήκωσα τη σημαία μου. Ένας γιατρός, μου είπε «το θεωρώ ανήθικο να συνεχίσουμε». Κι ενώ υπήρχε ένα ακόμη φαρμακευτικό σχήμα να δοκιμάσουμε, πήρα τον Δημήτρη σπίτι. Δεν ξέρω άλλο παιδί που να ’χε αυτή την «τύχη», να φύγει στο σπίτι του κι όχι σε κάποιο νοσοκομείο με σωληνάκια.
Όταν ήρθαμε σπίτι ήταν σχετικά καλά. Δεν ήταν διασωληνωμένος, δεν ήταν ταλαιπωρημένος. Εδώ έζησε και πάλι σαν παιδί. Τον έβαζα στο καρότσι και πηγαίναμε βόλτες στην παραλία να πετάξουμε πετρούλες, καθόμασταν στην αυλή κάτω από τη λεμονιά για να μαζεύει λουλούδια που τόσο του άρεσαν, έπαιζε με τον αδερφό του, κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Τότε κατάλαβα πως στο νοσοκομείο δεν θα τον πήγαινα ούτε στο τέλος. Ευτυχώς, είχα αναπτύξει σχέσεις με τους γιατρούς της Πάτρας κι όποτε χρειάστηκα βοήθεια, ήρθαν εδώ στο σπίτι μας. Συμφωνούσαν κι εκείνοι με την απόφασή μας.
Όλα άλλαξαν όταν έπαθε καθίζηση η σπονδυλική του στήλη και δεν μπορούσε πια να ελέγξει το σώμα του. Ήταν η πρώτη φορά που πόνεσε τόσο ενώ ήταν στο σπίτι. «Μανούλα, δεν αντέχω άλλο», μου είπε. Μια εβδομάδα μετά έφυγε.
Τι γίνεται μετά δεν ξέρω – το ψάχνω. Ίσως και τίποτα, ίσως και κάτι. Ο Γιώργος πριν την περιπέτεια του Δημήτρη δεν πίστευε, αλλά τώρα νηστεύει, προσεύχεται, πηγαίνει στην εκκλησία.
Το πρωί εκείνο κατάλαβα πως αυτή θα ήταν η τελευταία του μέρα. Έφυγα και πήγα να του αγοράσω καινούργια ρουχαλάκια. «Θα του κάνουν και του χρόνου», μου είπε η πωλήτρια. Γύρισα και ξάπλωσα στο κρεβάτι του και χωρίς να το έχω σχεδιάσει καθόλου άρχισα να του μιλάω στο αυτάκι του. «Δημητράκη μου ήρθε η ώρα να φύγεις, να πας δίπλα στην Παναγίτσα. Να ξέρεις ότι εκεί θα είναι πολύ όμορφα. Και εγώ δεν θα σε αφήσω ποτέ, γιατί εκεί ο χρόνος κυλάει πολύ διαφορετικά αγόρι μου και σύντομα θα είμαι και εγώ μαζί σου». Με το που τελείωσα τη φράση μου, το παιδί μας έφυγε. Με άκουσε κι έφυγε. Ήσυχα και όμορφα. Κι εγώ ήμουν εκεί στην πρώτη και την τελευταία του ανάσα.
Τι γίνεται μετά δεν ξέρω – το ψάχνω. Ίσως και τίποτα, ίσως και κάτι. Ο Γιώργος πριν την περιπέτεια του Δημήτρη δεν πίστευε, αλλά τώρα νηστεύει, προσεύχεται, πηγαίνει στην εκκλησία. Εγώ δεν καλύπτομαι. Δεν μπορώ να φάω μασημένη τροφή. Δεν με ικανοποιεί. Είτε πιστεύεις είτε όχι, δεν νιώθεις καλύτερα.
Ένας γιατρός, μου είπε: «Ολυμπία, εσείς τον νικήσατε τον καρκίνο έτσι όπως ρυθμίσατε το τέλος του Δημήτρη». Συμφωνώ. Σε κανέναν, μικρό ή μεγάλο, δεν αξίζει να πεθαίνει σε νοσοκομειακές συνθήκες. Είναι σεβασμός στη ζωή η ποιότητα στον θάνατο.
Στην κηδεία του δεν έκλαψα καθόλου. Τον είχα, ήδη, κλάψει εγώ τον Δημήτρη μου. Τον φρόντισα, τον έπλυνα, τον έντυσα. Δεν τον πήρα παγωμένο από ένα ψυγείο.
Τώρα, ο Μάριος δεν μου επιτρέπει να σκεφτώ πολύ, είναι τόσο ζωηρός που κάνει για δέκα παιδιά. Αν δεν είχα τον Μάριο δεν θα την πάλευα. Ο Μάριος με κρατάει. Κι επειδή έλειπα για τόσο διάστημα από δίπλα του έχω τύψεις. Δεν είναι εύκολο ούτε και για εκείνον η απώλεια του Δημήτρη, κάθε μέρα θα τον αναφέρει. Άσε που έζησε τόσα στα νοσοκομεία. Ο Μάριος πενθεί, όπως και εμείς. Τον είχα προετοιμάσει όμως. Στην υποτροπή του Δημήτρη, μετά τις διακοπές μας, του είπα ότι ο Δημήτρης μας μπορεί να μην τα καταφέρει. Έκλαψε τόσο πολύ εκείνο το απόγευμα.
Η ζωή μου δεν είναι η ίδια πια. Μαζί με τον Δημήτρη χάθηκε κι η Ολυμπία. Αυτή που βλέπεις τώρα είναι άλλη. Ούτε θα ξαναγίνω όπως ήμουν. Το ξέρω. Η λέξη ανεμελιά δεν υπάρχει πια. Θα βγω, θα πάω στη θάλασσα. Τα ζω όλα αυτά, αλλά όχι με την ίδια ένταση που τα ζούσα πριν. Είναι σαν να μην είμαι εκεί. Δεν γελάω πια μέσα από την ψυχή μου.
Τα ρούχα, τα παιχνίδια και οι αναπτήρες του –είχε μεγάλη συλλογή – είναι ακόμη στη θέση τους. Φωτογραφίες του, όμως, δεν έχω πολλές. Τις έχω περιορίσει. Δεν θέλω για τον Μάριο. Για τον Μάριο πήραμε και σκύλο, 20 μέρες από την ημέρα που έφυγε ο Δημήτρης. Και το λέω σε όλους τους γονείς με απώλεια, να πάρουν σκύλο.
Με τον Γιώργο ήρθαμε ακόμη πιο κοντά. Δεν έφυγε καθόλου από το πλευρό του Δημήτρη. Ήμασταν σε όλα μαζί. Οι άνθρωποι που μένουν δίπλα σου, όμως, σε μια τέτοια περιπέτεια είναι μετρημένοι στα δάχτυλα – η αδερφή μου, η ξαδέρφη μου, μία παιδική μου φίλη, μια γειτόνισσα που έχασε και εκείνη το παιδί της και τη γνώρισα μέσα στην «Φλόγα» ενώ μένουμε ένα χιλιόμετρα μακριά. Με αυτήν την οικογένεια βρισκόμαστε κάθε εβδομάδα. Με κανέναν άλλο τόσο πολύ. Με αυτούς τους γονείς είμαστε πια συγγενείς. Οι γονείς που έχουμε χάσει τα παιδιά μας αποκτούμε μια σχέση αδερφική. Δεν μπορώ να σου την περιγράψω. Όσους γονείς γνώρισα στη «Φλόγα», όσο μακριά και αν είναι, στις Σέρρες, στη Ρόδο, έχουμε κρατήσει επικοινωνία. Μπαίνω στο σπίτι τους και είναι σαν να είμαι στο δικό μου. Μιλάμε για τα παιδιά μας συνέχεια. Μας κάνει καλό. Είναι οι μόνοι που μπορούμε να τα πούμε κι οι μόνοι που μπορούμε να τα ακούσουμε. Αυτοί οι γονείς που γνώρισα μέσα στο «Ελπίδα», αυτοί που ξέρουν πώς νιώθουμε.
Στον Δημήτρη άρεσαν οι πέτρες της θάλασσας. Τώρα με πέτρες φτιάχνω κοσμήματα. Αυτό με έχει βοηθήσει περισσότερο από όλα. Ξεχνιέμαι.
Πηγή: vice.com