Ο νέος κορονοϊός έφτασε στη χώρα μας για να αλλάξει τα δεδομένα. Ο τρόπος ζωής και οι συνήθειες που είχαμε μέχρι και τον Φλεβάρη σαν λαός, άλλαξαν και δεν ξέρουμε πότε θα ξανά γυρίσουν τα πράγματα, εκεί που βρίσκονταν και πριν την έξαρση του κορονοϊού.
Τα καρναβάλια ακυρώθηκαν, τα μαγαζιά εστίασης έκλεισαν, οι μαθητές και οι φοιτητές κάνουν μαθήματα εξ’ αποστάσεως και όλος ο κόσμος στην Ελλάδα μένει κλεισμένος σπίτι του, για να προστατεύσει τις ευπαθείς ομάδες αλλά και τους εαυτούς τους.
Άνθρωποι έχουν μείνει άνεργοι ή έχουν σταματήσει να δουλεύουν προσωρινά, με αποτέλεσμα η οικονομική ανασφάλεια να έχει γίνει καθημερινός βράχνας τους. Και δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσουν όλα αυτά.
Δεν ξέρουμε πως θα είναι ο κόσμος μετά την λήξη της έξαρσης του νέου κορονοϊού. Δεν ξέρουμε τι κοινωνία θα αντικρίσουμε και πως θα επιβιώσουμε οικονομικά. Δεν ξέρουμε κατά πόσο τα παιδιά μας, θα έχουν αναπληρώσει ή θα έχουν μείνει πίσω στα μαθήματα τους.
Μέσα σε αυτό το γενικότερο πνεύμα ανασφάλειας και μέσα από την δυσκολία να αντέξεις έγκλειστος σε ένα σπίτι, παρά τη θέληση σου για το κοινό καλό, ο πάτερ Ανδρέας Κονάνος, έστειλε ένα μήνυμα προς όλους μας, που μας έδωσε δύναμη!
Ένα γράμμα, που η Ελλάδα αλλά και όλες οι χώρες που μαστίζονται αυτή τη στιγμή από τον νέο κορονοϊό το έχουν ανάγκη. Ένας κληρικός διαφορετικός από όλους τους άλλους, μπόρεσε για άλλη μια φορά να αφουγκραστεί τις ανησυχίες των Ελλήνων.
Προτού διαβάσετε το αξιέπαινο γράμμα του όμως. αξίζει να μάθετε λίγα παραπάνω πράγματα για εκείνον. Σπούδασε Θεολογία και διατροφή και εκτός από κληρικός είναι και συγγραφέας. Για αρκετό καιρό δίδαξε στο Λύκειο και πιστεύει ότι η γνώση έρχεται μέσα από το διάβασμα αλλά και την αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους.
Είναι σπουδαίος ομιλητής αλλά ακόμη καλύτερος ακροατής. Ίσως αυτό να ευθύνεται που έχει τόσο αναπτυγμένο το συναίσθημα της ενσυναίσθησης. Προτού διαβάσετε το γράμμα του πάτερ Ανδρέα Κονάδου δείτε το βίντεο που δημοσίευσε:
Διαβάστε παρακάτω το γραμμα του πάτερ Ανδρέα Κονάνου:
Πατάω το πληκτρολόγιο, έτσι, για να βγουν λέξεις.
Όλη μέρα σήμερα είμαι μουγκός, βουβός. Έχω μέρες να μιλήσω με ανθρώπους. Δε σου κρύβω, έτσι ζω αρκετές μέρες του χρόνου. Στη σιωπή και την απομόνωση. Προσωπικά, δε μου φαίνεται κάτι παράξενο ούτε ασυνήθιστο.
Το θέμα όμως τώρα δεν είμαι εγώ.
Το θέμα είμαστε όλοι μας.
Σκέφτομαι πώς άλλαξε η ζωή μας. Όλα σταμάτησαν, πάγωσαν, έκλεισαν.
Σκέφτομαι εσένα, που δε μένεις μέσα εύκολα και εκούσια, που δεν είσαι άτομο μοναχικό και εσωστρεφές.
Μα μένεις από ανάγκη, επειδή δόθηκε εντολή. Μένεις και από αγάπη, επειδή έτσι πρέπει, για το καλό σου και το καλό όλων μας και όσων αγαπάμε. Μένεις και από φόβο και γενική ανασφάλεια.
Σκέφτομαι και όλους αυτούς που πνίγονται με μια ψυχολογία χάλια, άτομα μοναχικά, με εκείνη τη μαύρη μοναξιά της ερημιάς, της μαγκουφιάς και της ορφάνιας. Της ψυχικής.
Τούτες τις μέρες ξυπνάω το πρωί και ενώ ο ήλιος μού λέει: «Χαμογέλα, κοίτα τι όμορφη που είναι και η σημερινή μέρα», έρχεται γρήγορα η άλλη πραγματικότητα και μου θυμίζει την απειλή, τον φόβο, τον ερχόμενο μαύρο καβαλάρη, που θα κλέψει πολλούς στον πλανήτη μας.
Όλα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες εβδομάδες μ’ έκαναν να σκεφτώ έντονα και τη φθαρτότητα του κόσμου μας. Το πεπερασμένο του βίου μας.
Σκέφτηκα ‒δε σ’ το κρύβω‒ και τον θάνατο. Αυτόν που γενικά ξεχνάω με όλη αυτή τη δράση που έχω.
Έχω τόσο γλυκαθεί με τη ζωή, με τα χρώματα, τη μουσική, τις μυρωδιές, τις επιτυχίες, τις γεύσεις, τα μεθυστικά ποτά, τα μέρη, τους ανθρώπους, που κάπου κατέληξα να νιώθω σαν κάτοικος μόνιμος αυτής της Γης, απέκτησα ψυχολογία σίγουρης και μόνιμης εγκατάστασης εδώ.
Εδώ. Σ’ αυτόν τον υπέροχο κόσμο, την υπέροχη γειτονιά, την όμορφη πατρίδα. Και ήρθε ένα πραματάκι αόρατο, αθέατο, τόσο δα, ένας ιός, να μου θυμίσει ότι υπάρχει ένα τέλος. Όχι τώρα, ίσως, για μένα και για σένα. Μα σίγουρα κάποτε. Έρχεται.
Έχω ημερομηνία λήξης σ’ αυτή τη διάσταση και σ’ αυτή τη μορφή. Είμαι πάροικος και παρεπίδημος. Είμαι στη στάση του μετρό και περιμένω έναν συρμό να μου φωνάξει «έμπα». Κι εγώ, μαγεμένος απ’ την ομορφιά του σταθμού, δε λέω να ξεκολλήσω.
Και κάπου τρόμαξα. Φοβήθηκα. Λυπήθηκα. Μελαγχόλησα. Κι ένα «γιατί» έβγαινε συνέχεια επάνω επάνω στης ψυχής μου τον αφρό, ζητώντας μια απάντηση, με κάποια αίσθηση αδικίας. «Μα είναι αδικία όλο αυτό που γίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο».
Τόσος κόπος, τόσος ιδρώτας ‒ψυχής και κορμιού‒ τόσα διαβάσματα, κούραση, δουλειά, όνειρα, αγορές, ιδιοκτησίες, δικά μας πράματα, επενδύσεις, σχέδια, βλέψεις, οράματα, καρδιοχτύπια, σχέσεις, υποσχέσεις, δεσμεύσεις, συμφωνίες, υπογραφές, όλα δουλεμένα με ελπίδα και ορμητική χαρά.
Όλα τυλιγμένα μέσα σ’ ένα πέπλο μόνιμης παράτασης, μια πίστη ότι έρχεται κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Μια δίψα ακόρεστης ανάπτυξης, ότι έπειτα απ’ αυτό θα κάνω κάτι καινούργιο. Μετά από εκεί θα πάω κι αλλού. Η έκσταση της δημιουργικότητας, που σου χαρίζει κάτι απ’ τη θεϊκή ψυχολογία.
Και ότι της χαράς αυτής το ξετύλιγμα δε θα έχει τέλος κανένα.
Και έρχεται ένας ιός που θα πει σε πολλούς ένα απότομο «στοπ».
Ίσως όχι σε μένα αυτή τη φορά. Ίσως. Μα το είπε ήδη σε τόσους συνανθρώπους μου στον κόσμο αυτό και ήδη το είπε και σε μερικούς ανθρώπους του τόπου μου.
Έβαλε απότομο τέλος σε όλα. Χωρίς συζήτηση, χωρίς ερώτηση, χωρίς έναν στοιχειώδη διάλογο, ρε παιδί μου. Κάπως να το δούμε το θέμα. Να λάβει υπόψη και μένα, αν το θέλω, αν συμφωνώ, αν είμαι έτοιμος, αν έχω συγγενείς, παιδιά, σκυλιά, γατιά που θα με κλάψουν και θα πονέσουν πολύ όταν φύγω.
Τίποτα. Αδίστακτος και άπονος ο θάνατος, αφάνταστα ασυγκίνητος μπροστά και στα πιο καυτά δάκρυα. Ανοίγω το ψυγείο και το βλέπω γεμάτο. Πήρα πράγματα αρκετά, να έχω τις επόμενες μέρες. Πίνω έναν χυμό πορτοκάλι και τρώω τρία κουλούρια κανέλας.
Πόσο νόστιμα. Πόσο ωραίο να ζεις, να χαίρεσαι, να είσαι υγιής, να νιώθεις να κυλάει μέσα σου αυτό το ποτάμι, η πνοή του Θεού που σε πάει παραπέρα. Μόνο προσευχή μπορώ να κάνω εύκολα αυτές τις μέρες. Δηλαδή, μιλάω στο Θεό και Του τα λέω όλα αυτά.
Τα μπερδέματά μου, για τους συγγενείς και φίλους, για τις ανασφάλειές μας, για όσους αρρωσταίνουν και θα αρρωστήσουν, και ίσως φύγουν. Το λένε ότι είναι σίγουρο. Δεν μπορώ να το πιστέψω ακόμα, ούτε και θέλω.
Δε με νοιάζουν οι διάφοροι καβγάδες, να επιβληθώ ή να μου επιβληθούν, αφού τελικά σε όλους μας επιβάλλεται εντέλει το… τέλος.
Αν όχι τώρα, προσεχώς. Έστω, πολύ μελλοντικώς.
Ανούσιοι και αυτάρεσκοι καβγάδες μελλοθάνατων.
Θα μου πεις, πώς θα περάσει η μέρα;
Φωνές και τσακωμοί ακόμα και για τον Χριστό αυτόν τον καιρό. Από όλες τις πλευρές. Άκρη δε βρίσκεις. Παρατάξεις και ομάδες, κλίκες και παρέες. Μια άγρια δίψα για κάτι, που μόνο Χριστό δε θυμίζει μερικές φορές.
Με ύφος «θα σας δείξουμε εμείς», «αυτό είναι το σωστό, εσύ είσαι λάθος», «δεν ξέρεις τι σου γίνεται», «επιστήμονα, άθεε, αλήτη», «χριστιανέ, κοπρίτη», «εσύ φταις για όλα», «εξαφανίσου να ησυχάσουμε», «θα σου δείξουμε εσένα».
Μια ακόρεστη δίψα για αυτοδικαίωση, να δικαιωθώ, ότι έχω δίκιο, ότι καλά κάνω ό,τι κάνω, ότι εγώ είμαι καλός, και καλύτερος από σένα, ότι εγώ είμαι αληθινός και εσύ είσαι ο ψεύτικος, στην πλάνη, ο απατεώνας και σκοτεινός.
Η μόνη λογική κίνηση αυτών των ημερών για μένα είναι να μένω στο σπίτι μου, και να προσεύχομαι, όταν μπορώ και μου βγαίνει. Μιλώ για την εσωτερική καρδιακή προσευχή, της σιωπής, της αγάπης και ειλικρίνειας. Σαν τον Χριστό που έπεφτε στη γη κι όλη τη νύχτα προσευχόταν στη Γεθσημανή. Το έκανε πολλές νύχτες της ζωής Του, για όλη την οικουμένη.
Επιστήμονες: πρόσωπα ιερά των ημερών μας, που κάνουν και θα κάνουν το καλύτερο που μπορούν και τους επιτρέπεται, λαμβάνοντας υπόψη τις μικρές μας δυνατότητες σε υποδομές κ.λπ.
Πολιτικοί, γιατροί, νοσηλευτές, ιερείς, δάσκαλοι, ψυχολόγοι και ψυχίατροι, αστυνόμοι, έμποροι, αθλητές, καλλιτέχνες, άνθρωποι του πνεύματος, σκεπτόμενοι, συγγραφείς, ποιητές, προσευχόμενοι, απλοί άνθρωποι του κόπου και του μόχθου, των εργοστασίων και των χωραφιών, με χιούμορ και με χάρισμα επικοινωνίας, παρηγοριάς και δύναμης… όλοι καλούμαστε να γίνουμε «θαυματουργοί» αυτόν τον καιρό.
Να ζήσουμε το θαύμα της αγάπης και της ενότητας –όσο γίνεται να ενωθεί μια… ζούγκλα‒, του σεβασμού, της υπομονής, της θυσίας.
Να εστιάσουμε στην ουσία, που είναι ο κοινός επερχόμενος θανατερός εχθρός του ιού, και να προσδοκούμε την Αθανασία της Αγάπης.
Όσοι πιστεύουμε να δείξουμε τον Χριστό όχι απλώς στις δηλώσεις μας, μα στον «πυρετό» της αγαπώσας καρδιάς μας, που θα χτυπά σαν την καρδιά του Χριστού: μεταμορφωτικά, σαν ήλιος κι όχι σαν χιονιάς.
Και έμπρακτα: να μένουμε μέσα στα σπίτια μας, και μέσω Διαδικτύου να ταξιδεύουμε όπου θέλουμε, να ψωνίζουμε, να μιλάμε, να κάνουμε παρέα, να ανταλλάσσουμε γνώμες, πόνους, καημούς, όνειρα και ελπίδες.
Θα γίνουμε λίγο ασκητές αυτές τις μέρες, μα αν γίνει με αγάπη, θα είναι η πιο φοβερή νηστεία στο Θεό!!!
Τα άλλα, τα ξέρεις, τα λέμε συνέχεια, για καθαριότητα, πλύσιμο χεριών κ.λπ κ.λπ.
Σε ζάλισα, μα σκέφτηκα ότι, για να είσαι τώρα εδώ, δεν έχεις και κάτι άλλο καλύτερο αυτή την ώρα.
Αν όμως είχες, συγχώρα με για το χρόνο που έχασες.
© Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την γραπτή άδεια του εκδότη