Close

Back to school:Τα κείμενα που αγαπήσαμε από το ανθολόγιο

Back to school:Τα κείμενα που αγαπήσαμε από το ανθολόγιο

Τα ωραιότερα κείμενα από το   ανθολόγιο που αγαπήσαμε! Δείτε τα και ξαναγυρίστε στο χθες ,σε ένα μαγικό ταξίδι αναμνήσεων.Τότε που όλα στη ψυχή μας ήταν αγνά και αθώα!

Αρνίτσι-μπίτσι

to-arnitsi-mpitsi

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά και δεν είχε παιδιά. Είχε λοιπόν ένα αρνάκι και το είχε σαν παιδάκι της.
Το τάιζε, το πότιζε, το έλουζε κάθε μέρα, και το έστελνε στο σχολείο να μάθει γράμματα.
Πήγαινε κάθε μέρα η γριά στο βούνο και μάζευε χορταράκι για να φάει τ’ αρνάκι της.
Σαν έφτανε έξω από το σπίτι της, έλεγε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Την άνοιγε τ’ αρνάκι κι έμπαινε η γριά μέσα.
Έμαθε ο κυρ Νικόλας ο λύκος πως είχε η γριά ένα αρνίτσι-μπίτσι και το λιμπίστηκε να το φάει. Μια μέρα λοιπόν, όταν την είδε που βγήκε να μαζέψει χορταράκι, την παραμ΄νεψε ώσπου να γεμίσει το καλαθάκι της. Ύστερα την πήρε από πίσω, και όταν έφτασε η γριά στο σπιτάκι της, κρύφτηκε ο λύκος κοντά στην πόρτα. Άκουσε τη γριά που φώναζε τ’ αρνάκι της κι έμαθε τα λόγια που του έλεγε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
«Α, είπε μέσα του ο λύκος. Αυτά τα λόγια του λέει και της ανοίγει.»
Την άλλη μέρα παραμόνεψε ο λύκος τη γριά που έφευγε να μαζέψει χόρτα και προτού να φύγει, είπε στ’ αρνάκι της:
-Κοίταξε, αρνάκι μου, μην ανοίξεις σε καθένα παρά σε μένα μονάχα!
-Καλά, μανούλα μου, είπε τ’ αρνάκι.
«Τώρα, σκέφτηκε ο λύκος, θα του πω κι εγώ το τραγουδάκι να μ’ ανοίξει το αρνίτσι-μπίτσι.»
Σε λίγο, λοιπόν, πάει και χτυπάει την πόρτα και λέει με τη χοντρή φωνή του, κάνοντάς της όσο πιο γλυκιά-γλυκιά μπορούσε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Το αρνάκι όμως φώναξε από μέσα:
-Δεν είσαι εσύ η μανούλα μου! Η μανουλίτσα μου έχει γλυκιά και ψιλή φωνή και η δική σου είναι τραχιά και χοντρή.
Πάει τότε ο λύκος στον τροχιστή και του λέει:
-Σε παρακαλώ, τρόχισέ μου τη γλώσσα μου να γίνει ψιλή-ψιλή!
Τρόχισε ο τροχιστής τη γλώσσα του λύκου και την έκανε όσο πιο ψιλή μπορούσε. Τρέχει πάλι εκείνος στο αρνάκι και του λέει γλυκά-γλυκά απέξω από την πόρτα:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Τότε είπε το αρνάκι:
-Εσύ είσαι η μανουλίτσα μου!
Και του άνοιξε.
Μπαίνει ο λύκος μέσα και του δίνει μία «χλαπ!» του αρνιού, και το καταπίνει ολόκληρο!
Ύστερα πάει και χώνεται κάτω από τον καναπέ.
Έρχεται σε λίγο η γριά και φωνάζει:
-Αρνίτσι-μπίτσι!
Μα που τ’ αρνίτσι-μπίτσι, που βρίσκονταν μέσα στη κοιλιά του λύκου!
-Γειτόνισσα, μήπως είδες τ’ αρνίτσι-μπίτσι μου;
-Όχι, δεν το είδα! λέει η γειτόνισσα.
-Δώσε μου σε παρακαλώ το τσεκουράκι σου, ν’ ανοίξω την πόρτα μου, γιατί είναι κλειδωμένη.
Της δίνει η γειτόνισσα το τσεκούρι, ανοίγει η γριά την πόρτα και μπαίνει μέσα. Κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει, πουθενά το αρνάκι της. Άρχισε τότε να κλαίει και να λέει:
-Που είσαι, αρνάκι μου, που είσαι, παιδάκι μου, να φας το χλωρό χορταράκι που σου έφερα!
Στο τέλος πήρε τη ρόκα της και κάθισε στον καναπέ της κι έγνεθε κι έκλαιγε.
Ο λύκος λοιπόν αναδευόταν κάτω από τον καναπέ και καμιά φορά τον πήρε είδηση η γριά. «Τ’ είναι τούτο;» λέει. Σκύβει και βλέπει το λύκο κάτω από το καναπέ;
-Α, εσύ είσαι, κυρ Νικόλα; του λέει. Τι κάθεσαι από κει κάτω και δε βγαίνεις να φάμε και να πιούμε και να παίξουμε το σάκου-σάκου;
Βγήκε λοιπόν ο λύκος, φάγανε, ήπιανε, και ύστερα πήρε η γριά ένα μεγάλο σακούλι και μπήκε μέσα και του λέει του λύκου:
-Πάρε τούτο το σκοινί και δέσε το σακούλι και πάρε και τούτη τη βέργα να με χτυπάς μαλακά-μαλακά. Αυτό είναι το σάκου-σάκου!
Την έδεσε ο λύκος, πήρε και τη βέργα και της έδωσε πέντ’ έξι.
-Φτάνει, γριά;
-Φτάνει!
Βγήκε η γριά, λέει στο λύκο:
-Η σειρά σου τώρα, κυρ Νικόλα!
Έβαλε λοιπόν το λύκο μέσα στο σακί, δένει το σακί και τον αρχίζει, που σε πονεί και που σε σφάζει!
-Ωχ, γριά, το κεφάλι μου! φώναζε ο λύκος.
-Θα τρως τ’ αρνίτσι-μπίτσι μου;
-Ωχ, γριά, η πλατίτσα μου!
-Θα τρως τ’ αρνίτσι-μπίτσι μου;
-Ωχ, γριά, τα πλευρά μου!
-Θα τρως τ’ αρνίτσι-μπίτσι μου;
-Ωχ, γριά, η κοιλίτσα μου!
Με το χτύπημα όμως που έδωσε η γριά στην κοιλιά του λύκου, πετάγεται τ’ αρνίτσι-μπίτσι έξω!
Του δίνει τότε άλλη μια η γριά του λύκου και τον σκοτώνει ολότελα, και πάει στο παζάρι και παίρνει ένα κάρο και δυο στρατιώτες και τον πήγαν στο ποτάμι και τον έκαναν μπλουμ!

Ντίλι-ντίλι-ντίλι…

ntili-ntili

Ντίλι-ντίλι-ντίλι,
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε ο ποντικός,
πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε και η γάτα,
έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε και ο σκύλος
κι έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε και το ξύλο
και σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε κι η φωτιά
κι έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε και το ποτάμι
κι έσβησε τη φωτιά
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε και το βόδι,
ρούφηξε το ποτάμι
που ’σβησε τη φωτιά
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε και ο λύκος
κι έφαγε το βόδι
που ρούφηξε το ποτάμι
που ’σβησε τη φωτιά
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Νά τος και ο κυνηγός
και σκότωσε το λύκο
που έφαγε το βόδι
που ρούφηξε το ποτάμι
που ’σβησε τη φωτιά
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ντίλι-ντίλι-ντίλι,
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

H τσάντα και το τσαντάκι 

i-tsanta-ke-to-tsantaki

Σπίθες πετούν τα μάτια της. Και καθώς στρέφει και κοιτά τον «κύριο»,αναταράζεται ολόκληρη. Κρατά μια τσάντα που την κουνά με τρόπο τόσο απειλητικό, ώστε νομίζεις πως θα του την φέρει στο κεφάλι.
– Τι συνέβη;
Πεισματώνει:
– Ούτε και γνωρίζω!
– Σου ‘δωσε ο κύριος χαστούκι;
Φρενιάζει.
– Εντελώς ξαφνικά
– Γιατί;
Τρέμει ολόκληρη:
– Ούτε και γνωρίζω.
– Είχατε προηγούμενα;
Παίρνει φόρα:
– Προηγούμενα; Εγώ μ’ αυτόν; Αστείο πράγμα. Ούτε τον ξέρω, ούτε με ξέρει. Ούτε του μίλησα, ούτε μου μίλησε. Ούτε τον κοίταξα, ούτε με κοίταξε. Αντιλαμβάνεσθε πως συνέβησαν τα πράγματα.
Επήγαινα στην κουνιάδα μου στου Βεΐκου, κ. Πρόεδρε. Εγώ κατοικώ Κολιάτσου. Καθόμουν, λοιπόν, στο τραμ, κι απέναντι μου φάτσα με φάτσα καθόταν αυτός ο παλαβός.
Τρίζει τα δόντια του «αυτός»:
– Εγώ παλαβός! Με λέει παλαβό!
– Σιωπή εσύ.
– Βρίζει, κ. Δικαστά, ακούτε;
– Είπα σιωπή!
Τρέμει ολόκληρος:
– Με συγχωρείτε. Είμαι λιγάκι νευρικός.
Γυρίζει ο πταισματοδίκης στην κυρία:
– Ορίστε λέγε εσύ.
Φυσά και ξεφυσά:
– Λοιπόν ήλθε ο εισπράκτωρ, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, έβγαλα τα λεπτά, του τα έδωκα.
Eκοψε απ’ το μπλόκ το εισιτήριο, μου το έδωκε. Αντιλαμβάνεσθε, κ. Πρόεδρε. Ύστερα ήλθε ο επιθεωρητής, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, του το έδωκα. Το κοίταξε, το έκοψε λιγουλάκι, μου το έδωκε.
– Λοιπόν;
– Ο κύριος με αγριοκοίταξε
– Γιατί;
– Ούτε και γνωρίζω
Λυσσά ο «κύριος»:
– Να σας πω εγώ, κ. Πταισματοδίκα.
– Εσύ να πάψεις!
– Λέει, δε γνωρίζει γιατί την αγριοκοίταζα. Και μ’ εκνευρίζει.
– Πάψε, σου είπα!
– Με συγχωρείτε, κ. Δικαστά. Είμαι λιγάκι νευρικός…
Ανάβει και κορώνει, ο πταισματοδίκης:
– Αν είσαι λιγάκι νευρικός, σε στέλνω μέσα και σου περνούν τα νεύρα σου. Σου το λέω για τελευταία φορά, να μην παρεμβαίνεις. Ακούς;
– Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.
– Θέλεις να πας μέσα;
– Όχι, κ. Πρόεδρε.
Αγαθός φαίνεται. Στρογγυλοπρόσωπος. Και υποφέρει. Στέκεται εκεί, λίγο παραπέρα, δαγκώνει τα χείλη, τρώει τα μουστάκια, βγάζει μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα, στρίβει το μαντίλι, το ανοίγει, το τραβά, το ξαναστρίβει. Μάλλον κοντός. Μεσόκοπος. «Λιγάκι» νευρικός. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, παίζουν οι ώμοι του, παίζουν τα πόδια του. Μόλις σηκώνει την κουδούνα ο πταισματοδίκης, μαζεύεται. Ύστερα γυρίζει, βλέπει την κυρία, καρφώνει τα μάτια στο τσαντάκι της και φρίτει. Κάτι συμβαίνει εκεί! Εκεί, στο τσαντάκι, προφανώς, είναι η αιτία του κακού.
– Εξακολούθει, εσύ
Αναστενάζει η κυρία:
– Και ξαφνικά που λέτε, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμιά, καμιά, καμιά αιτία, μου αστράφτει ο κύριος ένα χαστούκι. Αντιλαμβάνεσθε! Χαστούκι εμένα, που ο ίδιος ο σύζυγος μου, κ. Πρόεδρε, δεν τόλμησε ποτέ να μου απλώσει χέρι. Χέρι; Τι λέω! Μια φορά που τόλμησε να μου πει μισή κουβέντα, έτρεξα στους δικηγόρους να ζητήσω διαζύγιο. Κι ο Γιάννης έπεσε στα πόδια μου. « Φανίτσα και Φανίτσα!» Αντιλαμβάνεσθε. Χαστούκι εμένα! Που μ’ έχει ο σύζυγος μου μη στάξει και μη βρέξει.
Ρωτείστε, παρακαλώ, πλατεία Κολιάτσου, Φανή Γελαδινού, του μηχανικού. Απαιτώ να κρεμαστεί εις την Πλατείαν του Συντάγματος! Ούτε πολύ ούτε ολίγον!
– Καλά, καλά.
– Να μάθει τρόπους!
– Πήγαινε!
– Χαστούκι στη Φανή Γελαδινού!
– Στάσου παραπέρα.
– Παρακαλώ, μες στην Πλατεία του Συντάγματος!
Χάνει την υπομονή του ο πταισματοδίκης και χτυπά με μανία την ανάποδη του μολυβιού στην έδρα του.
Σωπαίνει, επιτέλους, η κυρία και καλείται ο κύριος, που δαγκώνει τα μουστάκια και στρίβει το μαντίλι, για να κρατήσει την ψυχραιμία και τα νεύρα του.
– Έδωσες, πράγματι, χαστούκι;
– Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.
– Την ξέρεις;
– Όχι κ. Πρόεδρε.
– Ώστε ομολογείς;
– Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.
– Την έχεις δει άλλη φορά;
– Όχι, κ. Πρόεδρε.
– Τότε λοιπόν;
– Είμαι λιγάκι νευρικός!…
-Ωραία δικαιολογία! Σπουδαία δικαιολογία! Επειδή είναι νευρικός ο κύριος, χαστουκίζει τους ανθρώπους μες στο τραμ! Και μάλιστα κυρίες! Ομολογώ πως είμαι κατάπληκτος!
– Κι εγώ, κ. Πρόεδρε.
– Σιωπή!
– Είμαι συντετριμμένος, κ. Πρόεδρε. Το ομολογώ. Ήταν μια στιγμή παραφοράς. Να σας εξηγήσω, κ. Πρόεδρε. Επιτρέπετε να σας εξηγήσω;
– Λέγε.
Αναπνέει βαθιά:
– Ήμαστε μες στο τραμ. Εδώ εγώ, αυτή εκεί. Καθόταν απέναντι μου, καθόμουν απέναντί της.
Ακούστε τώρα! Έρχεται ο εισπράκτωρ, της ζητά το εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, τα λεφτά, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, δίνει τα λεφτά της στον εισπράκτορα.
– Λοιπόν;
– Της δίνει ο εισπράκτωρ το εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα.
– Λοιπόν, λοιπόν;
Αναπνέει βαθιά:
– Της δίνει ο εισπράκτορας τα ρέστα. Τα παίρνει. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα τα ρέστα, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα.
Στριφογυρίζει στην καρέκλα του ο πρόεδρος.
– Ουφ!
– Είσθε νευρικός, κ. Πρόεδρε;
– Προχώρει.
– Όχι παρακαλώ, είσθε;
– Χωρίς ερωτήσεις.
– Θερμώς παρακαλώ, κ. Πρόεδρε…
– Όχι! Κι αν ήμουν, δε θα έφθανα ποτέ στο σημείο να χαστουκίσω μια κυρία μες στο τραμ.
Λέει με συντριβή:
– Τότε καταδικάστε με κ. Πρόεδρε. Δε θα με καταλάβετε ποτέ.
– Αυτό είναι δική μου δουλειά. Λέγε τελείωσες;
Σκουπίζει τον ιδρώτα, στραγγίζει το μαντίλι. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, αναστενάζει:
– Όχι, δεν ετελείωσα. Ησύχασα που λέτε για μια στιγμή και έλεγα ότι τελείωσε αυτό το βάσανο.
Μαύρη ησυχία. Έξαφνα η κυρία ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βγάζει ένα καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Κοιτάζεται λίγο στο καθρεφτάκι. Κι ύστερα ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα.
Θολώνει το μάτι του πταισματοδίκου. Ιδρώτας τρέχει απ’ το μέτωπο του. Αρπάζει την κουδούνα, την αφήνει, στροφογυρίζει, βουτάει τα χαρτιά, θα σκάσει:
– Ούφ!
– Να σταματήσω, κ. Πρόεδρε;
– Φτάσε στο χαστούκι.
– Είναι παρακάτω.
– Λέγε. Μ’ έσκασες!
– Έτσι μ’ έσκασε κι εμένα.
– Τελείωνε.
Παίρνει βαθιάν ανάσα:
– Ησύχασε πάλι για δυο δευτερόλεπτα. Ησυχάζω κι εγώ. Αλλά πάλι, μαύρη ησυχία. Έρχεται ο επιθεωρητής, της ζητά το εισιτήριο, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, δίνει το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Της επιστρέφει ο επιθεωρητής το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι…
– Αναπηδά ο πρόεδρος:
– Φτάνει!
– Βάζει μέσα το εισιτήριο…
– Σώνει!
– Κλείνει το μικρό τσαντάκι…
– Αρκετά!
– Ανοίγει την μεγάλη τσάντα…
Γουρλώνει τα μάτια του:
– Πάψε, σου είπα!
– Βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι…
Εξαλλος τινάζεται επάνω:
-Αθώος ! Αθώος ! Καλά της έκανες !

Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, Μέρος τρίτο
[1976, 2η Έκδοση]

Φεγγαράκι μου λαμπρο

fengaraki-mou-lampro

 

Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα, σπουδάγματα,
του Θεού τα πράγματα.
Φεγγαράκι μου γεμάτο
σα φλουρί κωσταντινάτο,
Φέγγε μου τώρα στη στράτα,
στο σχολειό να κατεβώ,
να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα, σπουδάγματα.
του Θεού τα πράγματα.
Tους γονείς μου ν’ αγαπώ
και τρανό νά ’χω σκοπό.

Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο
[1982, 6η Έκδοση]

Και κάποια εξώφυλλα απο τα σχολικά μας βιβλία

i-glossa-mou

cover-17

i-glossa-mou-v-dimotikou-4o-meros

 

emis-ke-o-kosmos-d-dimotikou

cover-15

glossa-moy-st

mathimatica

istoria

anthoogio

cover-10

cover-11

cover-14

cover-19

 

Εσάς πιο ήταν το αγαπημένο σας κείμενο από το ανθολόγιο; Εμένα το αρνιτσι μπιτσι μπίτσι!Ακόμη το θυμάμαι από έξω!