Αν μπορούσε να γραφτεί το όνομά τους δίπλα σε μια λέξη, θα πήγαινε και θα κολλούσε στην «προσδοκία».
Γιατί η προσδοκία, τυλίγει αυτά τα παιδιά από την ώρα που γεννιούνται και δεν τα αφήνει ποτέ να περπατήσουν χωρίς να τα καλύπτει η σκιά της.
Έχουν μάθει να περπατούν περήφανα με το κεφάλι όρθιο στους ώμους κι ας τρέμει από μέσα κάθε χιλιοστό τους. Δε θα το δείξουν, έχουν εκπαιδευτεί καλά, βλέπεις οι συναναστροφές τους ήταν πάντα με τους «μεγάλους» και άκουγαν ενήλικες συζητήσεις αντί για αδελφικά γέλια, όταν έπαιζαν με τα παιχνίδια τους.
Είναι τα πρωτότοκα παιδιά, που γεννήθηκαν από έναν πηγαίο έρωτα κάποια στιγμή στα είκοσι, γεννήθηκαν μέσα στην αμφιβολία και την αβεβαιότητα, μα υπήρχε η θέληση και η άγνοια κινδύνου για να τα μεγαλώσει. Μεγάλωσαν με γονείς που τότε μάθαιναν κι αυτοί τον τίτλο τους για πρώτη φορά, με γονείς που ενθουσιάστηκαν ή φοβήθηκαν τόσο με τη νέα τους ιδιότητα, που άθελά τους πειραματίστηκαν, δοκίμασαν όρια που έθεσαν αυστηρά, έκαναν λάθη που δεν παραδέχτηκαν ποτέ, μέχρι να γεννηθεί το επόμενο παιδί.
Κι αν το σκεφτείς το πρωτότοκο παιδί είναι το μεγαλύτερο ανθρώπινο πείραμα. Σηκώνει πάντα το βάρος από ένα όνειρο, μια ευχή για οικογενειακή ευτυχία κι επιτυχία, πολλές φορές δείχνει να μην έχει καν επιλογή, σαν όλα αυτά τα πρότυπα και οι θεωρίες να εντυπώθηκαν οργανικά στο χαρακτήρα του.
Δε ζητάνε εύκολα συγγνώμη αυτά τα παιδιά, άλλωστε η συγγνώμη δείχνει λάθος και το λάθος αδυναμία. Κι αν σταθούν ποτέ αδύναμα, το κρύβουν από τον κόσμο, μέχρι να ελευθερωθούν πίσω από κλειστές πόρτες και δυνατή μουσική. Δεν έχουν μέτρο σύγκρισης, είναι μοναδικά και αξεπέραστα, γιατί δεν υπάρχει ακόμα το μικρότερο παιδί για να γίνει το καινούριο αγαπημένο παιχνίδι των συγγενών και φίλων. Είναι μουσειακό έκθεμα και απολαμβάνει την αμέριστη προσοχή όλων, τα δώρα και τα παιχνίδια που είναι καινούρια και δε μοιράζονται στα δύο, το δωμάτιο που έχει το όνομά του και είναι αποκλειστικά δικό του.
Μα κι όταν έρχεται το δεύτερο παιδί, αλλάζουν όλα τόσο γρήγορα και ξαφνικά παύει να δικαιούται τον τίτλο του παιδιού, γιατί πια θα είναι ο μεγάλος. Ο μεγάλος που οφείλει να μοιράζεται, να παραχωρεί, να δίνει το καλό παράδειγμα, να φροντίζει να είναι οδηγός και καθοδηγητής για το νέο μέλος της οικογένειας. Τα πρωτότοκα παιδιά έχουν κάτι από αδέλφια και κάτι από γονείς, παίρνουν τον τίτλο τους καμιά φορά και τον χειρίζονται σπασμωδικά, μα με τεράστια ευθύνη που δεν αντιλαμβάνονται καν μέχρι να μεγαλώσουν. Και τα καταφέρνουν, γιατί αυτό μόνο έχουν μάθει να κάνουν.
Κι όταν είναι το παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή, φοβούνται μήπως αυτός τους ο τίτλος τα βάλει και πάλι σε ένα βάθρο. Κάθε φορά που ένα «ο αδερφός σου ποτέ δεν» ακούγεται στην οικογένεια. Ένας κρίκος της αδελφικής αλυσίδας ραγίζει και είναι ευθύνη του μεγάλου, του πρωτότοκου να τον επαναφέρει.
Αγαπάνε πολύ αυτά τα παιδιά, μπορεί να μην το δείξουν με τον συνηθισμένο τρόπο, μπορεί να μη σ’ αγκαλιάσουν όπως θα ήθελες, γιατί έχουν μάθει να είναι συγκρατημένα. Ακόμα κι αν θεωρούνται από πολλούς αντιδραστικά και ανυπόμονα, πίσω απ’ αυτήν την εικόνα κρύβεται μια διαρκής προσπάθεια ελέγχου της συμπεριφοράς τους. Μέσα τους πάντα θα κρύβεται ο φόβος της απογοήτευσης, που με τη σειρά του θα δίνει θέση σε ένα μεγάλο «θέλω» για να είναι οι γονείς τους περήφανοι για κείνα.
Βιάζονται να μεγαλώσουν, γιατί είναι ήδη μεγάλα στο μυαλό τους, χάνουν κάτι από την παιδικότητά τους, για να τη χαρίσουν αργότερα στα αδέρφια τους, που θα κερδίζουν πάντα πιο εύκολα αυτό που διεκδίκησαν οι προηγούμενοι.
Μα ονειρεύονται, κι ονειρεύονται πολύ, ζωγραφίζουν, χορεύουν, μιλάνε και μετά σωπαίνουν γιατί φοβήθηκαν μήπως είπαν πολλά, μέχρι να φουντώσουν και να πουν όσα ποτέ δε φαντάστηκες ότι θα μπορούσες να ακούσεις. Μπορεί να μη φόρεσαν ποτέ ζακέτα, μα θα φωνάξουν στο μικρότερο αδερφό να πάρει μια μαζί του για να μην κρυώσει. Ερωτεύονται πάντα βαθιά και μοναχικά και κρατούν ένα «θα τα καταφέρω» ανάμεσα στα δόντια τους.
Και ξέρεις κάτι; Με κάποιον περίεργο τρόπο, πάντα τα καταφέρνουν.
Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Σοφία Καλπαζίδου για το pillowfight