Γράφει στο efiveia.gr η Συμβουλευτική Ψυχολόγος Μίνα Μπρούμου
Ψέμα είναι καθετί που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η εσκεμμένη παραποίηση ή απόκρυψη της αλήθειας. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι μπορεί να σημαίνουν τα ψέματα στην φάση της εφηβείας καλό θα ήταν να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι σημαίνει το ψέμα σε κάθε ηλικία και ποιοι είναι οι γενικοί κανόνες γύρω από τη διαμόρφωση της ηθικής συνείδησης των παιδιών.
Δείτε ακόμα: Προεφηβεία: Η δύσκολη περίοδος και τα συναισθήματα των παιδιών
Τα παιδιά στην προσχολική ηλικία, μεταξύ 3μισι και 6 ετών, βρίσκονται στο στάδιο όπου αρχίζουν να αναπτύσσουν τη φαντασία τους. Το ψέμα σε αυτές τις ηλικίες είναι αναμενόμενο και δεν λέγεται από τα παιδιά με την πρόθεση της εξαπάτησης, αλλά αποδίδεται στη διαδικασία καλλιέργειας της φαντασίας τους και στη δυσκολία τους να διαχωρίσουν το φανταστικό από το πραγματικό. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι όταν λέει το παιδί «μαμά, η αρκουδίτσα έφαγε όλο το μέλι..!». Επίσης, το ψέμα στα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι αναμενόμενο, γιατί αποτελεί μέρος της εγωκεντρικής τους σκέψης και το «εγωκεντρικό» παιδί συνηθίζει να προσαρμόζει την αλήθεια στις δικές του επιθυμίες. Για παράδειγμα, μπορεί να πει ψέματα στην προσπάθειά του να παρουσιάσει τα πράγματα όπως εκείνο θα ήθελε να είναι ή όπως θα φοβόταν πώς θα μπορούσε να είναι. Τέλος, ένα παιδί μπορεί να καταφύγει στο ψέμα όταν θέλει να αναπληρώσει κάποια πραγματική ή φανταστική ατέλειά του.
Δείτε ακόμα: Πώς θα καταλάβεις οτι η εφηβεία «χτυπά την πόρτα» στο γιο σου;
Στη σχολική ηλικία, περίπου γύρω στα 7, αρχίζει σταδιακά να γίνεται η διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Μέχρι αυτή την ηλικία το παιδί δεν έχει ακόμα ξεκαθαρισμένη αντίληψη για το τι είναι ψέμα. Έτσι θεωρεί ότι το ψέμα είναι κάτι κακό, απλώς επειδή τιμωρείται από τους μεγάλους. Καθώς ένα παιδί μεγαλώνει και βγαίνει εξελικτικά από το στάδιο του εγωκεντρισμού, δηλαδή στην ηλικία των 8 με 9 ετών, αρχίζει σταδιακά να αντιλαμβάνεται τις πράξεις του και από τη σκοπιά των άλλων και να θεωρεί το ψέμα μεμπτό -ακόμα και όταν δεν τιμωρείται. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την ηλικία, οι αντιλήψεις γύρω από το ψέμα δεν είναι πλήρως ξεκαθαρισμένες και κατανοητές και είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις απόψεις των γονέων. Μετά την ηλικία των 10 ετών το παιδί αρχίζει να καθιστά την πρόθεση ως το κύριο κριτήριο για την εκτίμηση ενός ψέματος. Τότε πια ξεφεύγει από την ηθική που επιβάλλει ο περιορισμός των γονέων και αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι η ειλικρίνεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική συνεργασία και ότι αποτελεί το καλύτερο μέσο επικοινωνίας με τους γύρω μας.
Στη φάση της εφηβείας, που μας ενδιαφέρει περισσότερο, το ψέμα ερμηνεύεται κάπως διαφορετικά. Οι γονείς που έχουν παιδιά στην εφηβική ηλικία, γνωρίζουν ότι οι έφηβοι έχουν μια αυξημένη ανάγκη για ιδιωτικότητα και όχι για ενημερότητα των προσωπικών τους θεμάτων. Οι έφηβοι έχουν ανάγκη να κρατούν την προσωπική τους ζωή μυστική από τους γονείς τους, ενώ αυξάνεται και η ανάγκη τους να συζητούν τα πάντα με τους φίλους τους. Στην εφηβική ηλικία, οι γονείς θα πρέπει να σέβονται την προσωπική ζωή του εφήβου και να μην γίνονται παρεμβατικοί και ελεγκτικοί, καθώς αυτός ο έλεγχος από τη μεριά των γονέων, μπορεί να οδηγήσει τους εφήβους στο ψέμα προκειμένου να διαφυλάξουν την προσωπική ζωή τους και να προσπαθήσουν να αυτονομηθούν. Επίσης, οι γονείς που είναι πολύ αυστηροί ή αυταρχικοί μπορεί να ενισχύσουν την τάση του παιδιού τους στο ψέμα εάν δεν είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν οποιοδήποτε είδος ελευθερίας μαζί του. Εάν ένας έφηβος πιστεύει ότι οι γονείς του δεν μπορούν να τον καταλάβουν ή ότι θα πέσει στα μάτια τους εάν τους εκμυστηρευτεί κάποια επιθυμία ή πράξη του, η οποία δεν ταιριάζει με τα δικά τους πρότυπα, τότε θα επιλέξει να πει ψέματα. Παρά το ότι ο έφηβος φαίνεται να απορρίπτει τους γονείς του, την ίδια στιγμή έχει ανάγκη αυτοί να τον σέβονται, να τον εκτιμούν και να τον θαυμάζουν.
Δείτε ακόμα: 5 πράγματα που πρέπει να διδάξεις στην κόρη σου πριν μπει στην εφηβεία
Επιπρόσθετα, οι γονείς που περιμένουν πάρα πολλά από τους εφήβους ή έχουν υπέρμετρες προσδοκίες από αυτούς συχνά τους οδηγούν με τη στάση τους να λένε ψέματα. Για παράδειγμα, ο έφηβος που έχει επιφορτιστεί με τις προσδοκίες των γονιών του για υψηλή επίδοση και πρωτιά είναι πολύ πιθανό να δηλώσει ότι πήρε άριστα στο σχολείο, επειδή δε θέλει να απογοητεύσει τους γονείς τους ή να βιώσει την απόρριψη από έναν αυταρχικό ή τιμωρητικό γονιό. Οι έφηβοι αυτοί βιώνουν συναισθήματα ανασφάλειας, μειονεξίας και καταφεύγουν σε ψέματα για να συγκαλύψουν αυτή τους την ανασφάλεια. Τα ψέματα που προκύπτουν από τον παραπάνω λόγο δεν υποδηλώνουν τίποτε άλλο παρά χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Όταν λοιπόν ο γονιός ανακαλύψει ότι το έφηβο παιδί του έχει πει ψέματα, πρέπει πρώτα να προσπαθήσει να απαντήσει στο ερώτημα: «Γιατί το παιδί μου λέει ψέματα;» και να κάνει την αυτοκριτική του για να αναρωτηθεί ποιο είναι το δικό του μερίδιο ευθύνης. Εάν το ψέμα οφείλεται στην υπερβολική αυστηρότητα ή έλεγχο του γονέα, τότε και εκείνος οφείλει ν’ αναθεωρήσει τη συμπεριφορά του. Η στάση των γονιών, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τα ψέματα των παιδιών, χρειάζεται να χαρακτηρίζεται από ψυχραιμία και ετοιμότητα. Πρώτα από όλα, χρειάζεται να αφουγκραστούν το παιδί τους και να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τις ανάγκες του. Στη συνέχεια, είναι σημαντικό να μπορέσουν να συζητήσουν μαζί του, χωρίς να το επικρίνουν ή να το ειρωνευτούν. Αυτονόητο είναι ότι, αν χρησιμοποιούν την τιμωρία, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να οδηγήσουν το παιδί στο να καταφεύγει ακόμη περισσότερο στα ψέματα για να γλιτώνει την απόρριψη, τις επικρίσεις και τις τιμωρίες. Επίσης, κατά την περίοδο της εφηβείας οι γονείς δεν θα πρέπει να επιτίθενται λεκτικά στον έφηβο αποκαλώντας τον «ψεύτη» ή με τη φράση «λες ψέματα». Τέτοιοι χαρακτηρισμοί πληγώνουν το παιδί και το κάνουν να νιώθει ανάξιο, επειδή ενέχουν την επίκριση, δεν επιδεικνύουν σεβασμό, καθιστούν το παιδί αμυνόμενο και δεν το βοηθούν να αναλάβει την ευθύνη του όποιου λάθους διέπραξε. Είναι πολύ σημαντικό ως γονείς να προσέξουμε το πώς θα μιλήσουμε για να το πετύχουμε αυτό. Χρειάζεται να μιλάμε ήρεμα και αργά, φράση-φράση, δίνοντας ευκαιρία για διάλογο και παρακολουθώντας τον αντίκτυπο που τα λόγια μας έχουν στο παιδί, πόσο μας αντέχει, πόσο μας παρακολουθεί… Αντί αυτών των χαρακτηρισμών, προτιμότερη είναι η φράση «θα ήθελα να μου πεις την αλήθεια» ή «θα ήθελα να ακούσω τα γεγονότα όπως πραγματικά έγιναν. Αν δεν είσαι τώρα έτοιμος/η, σκέψου το όσο θέλεις, μπορώ να περιμένω».
Τελειώνοντας, ο τρόπος για να βοηθήσουμε τα παιδιά και τους εφήβους να μη λένε ψέματα είναι να υπάρχει ειλικρίνεια μέσα στην οικογένεια. Όπως είναι γνωστό, «μαγικές συνταγές» διαπαιδαγώγησης δεν υπάρχουν. Για να μάθουν τα παιδιά να είναι ειλικρινή και υπεύθυνα δε χρειάζεται ούτε να αποστηθίζουν κανόνες καλής συμπεριφοράς ούτε να τιμωρούνται παραδειγματικά για να συμπεριφερθούν με τον κατάλληλο τρόπο. Εκείνο που είναι απαραίτητο είναι πρωτίστως οι ίδιοι οι γονείς να εκφράζονται και να λειτουργούν με τις συμπεριφορές που θέλουν να δείξουν στα παιδιά τους, και συγχρόνως να είναι κι αυτοί έτοιμοι για τη δική τους προσωπική ανάπτυξη παράλληλα με την εξέλιξη των παιδιών τους. Πρέπει πρώτα οι ίδιοι να δείχνουν με την συμπεριφορά τους ότι μπορούν να εφαρμόσουν αυτά που συμβουλεύουν στις σχέσεις τους με το σύντροφο τους, με τους φίλους τους, με την ευρύτερη κοινωνία και με τα ίδια τους τα παιδιά! Μόνο με αυτό τον τρόπο θα αποτελέσουν σωστό και σταθερό πρότυπο προς μίμηση. Η συμπεριφορά τους χρειάζεται να υπαγορεύεται από την αξία της ειλικρίνειας και την ανάληψη της ευθύνης. Η ειλικρίνεια μαθαίνεται από πολύ μικρή ηλικία. Συζητώντας τακτικά με το παιδί για τις επιλογές που χρειάζεται να κάνει και για τις επιπτώσεις των πράξεών του ενισχύουμε στη συνείδηση του την αξία της ειλικρίνειας. Καλό είναι να ενθαρρύνουμε το παιδί μας να μιλά τακτικά για την αλήθεια και την ειλικρίνεια, γιατί έτσι αποκτά επίγνωση της σπουδαιότητας αυτού του χαρακτηριστικού