Μπορεί στην Ελλάδα οι περιπτώσεις των serial killers να είναι σαφώς περιορισμένες (ευτυχώς) συγκριτικά με την «μητέρα» του φαινομένου Αμερική, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι και εδώ δεν υπήρξαν ανατριχιαστικές και φρικαλέες περιπτώσεις, όπως αυτές που θα δείτε παρακάτω.
«Πολλές φορές ο serial killer ταυτίζεται με τα εγκλήματα μίσους απέναντι σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Για παράδειγμα σκοτώνουν πόρνες, όχι μια συγκεκριμένη πόρνη την κυρά-Μαρία, αλλά γενικά όλες τις ιερόδουλες με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Δαγκλή, ο οποίος τις σκότωνε γιατί και η μητέρα του ήταν τέτοια», σημειώνει ο κ. Γιάννης Πανούσης, Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Επίσης σκοτώνουν με βάση έμμονες ιδέες, οι οποίες με την σειρά τους βασίζονται σε ειδικούς ψυχισμούς, όπως ο Βακρινός ο οποίος ήθελε να σκοτώσει όποιον τον έλεγε κοντό. Σκοτώνουν με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, όπως ο Καζάκος που σκότωνε όποιον ήταν μαύρος», προσθέτει ο ίδιος.
Για τον λόγο για τον οποίο στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τόσες πολλές περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων όσες στο εξωτερικό, ο κ. Πανούσης σχολιάζει: «Το κομμάτι της ιδεοληψίας είναι πολύ πιο έντονο στην Αμερική, βλέπεις και την βία στα σχολεία. Οι δράστες πιστεύουν ότι έχουν μια μυστικιστική αποστολή, να σκοτώσουν ένα είδος ανθρώπου. Εδώ δεν έχουμε τέτοια σε μεγάλο βαθμό, δεν έχουμε αιρέσεις, το κομμάτι της ‘αποστολής’ και του μυστικισμού δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Πάλι καλά δηλαδή, αυτό μας έλειπε μαζί με όλα τα άλλα που έχουμε».
Ακολουθούν 10 σοκαριστικές περιπτώσεις δολοφόνων με έντονο το στοιχείο του serial killer, οι οποίες συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία.
Αντώνης Δαγκλής, ο δολοφόνος των ιερόδουλων
Στις 29 Οκτωβρίου του 1995, κοντά στα διόδια της Τραγανάς ανακαλύπτεται τυχαία το τεμαχισμένο πτώμα της 29χρονης ιερόδουλης Ελένης Παναγιωτοπούλου. Τα κομμένα μέλη της έχουν σκορπιστεί σε διάφορα σημεία της περιοχής, ενώ ο δολοφόνος έχει αφαιρέσει τα σπλάχνα της και έχει κόψει της θηλές της. Αιτία θανάτου: στραγγαλισμός. Δύο μήνες μετά, σε ένα αδιέξοδο του Βοτανικού, περαστικοί ανακαλύπτουν το πτώμα της 26χρονης ιερόδουλης Αθηνάς Λαζάρου και αυτή στραγγαλισμένη. Ύστερα από καταγγελίες μερικών ιερόδουλων στην αστυνομία, οι αρχές ξεκινούν έρευνες για την ταυτότητα ενός αγνώστου νεαρού με λευκό φορτηγάκι, ο οποίος επιτίθεται σε ιερόδουλες προσπαθώντας να τις στραγγαλίσει. Όσες κατάφεραν να ξεφύγουν από τα χέρια του αναγνωρίζουν στις φωτογραφίες σεσημασμένων από την αστυνομία το πρόσωπό του.
Είναι ο 22χρονος Αντώνης Δαγκλής. Αφού στραγγάλισε την Παναγιωτοπούλου κατά την διάρκεια της ερωτικής επαφής, μετέφερε το πτώμα σε ερημική περιοχή και το τεμάχισε με σιδεροπρίονο. Στη συνέχεια πέταξε τα κομμάτια του τεμαχισμένου πτώματος κάτω από ένα παρκινγκ της εθνικής οδού. «Τα χέρια και τα πόδια τα πέταξα μέσα στη θάλασσα, το υπόλοιπο σώμα όπως το είχα δεμένο στις σακούλες, το άφησα έξω από τη θάλασσα κοντά στον τοίχο του πάρκινγκ, εκτός από τα εντόσθια και τα έντερα, που τα έβγαλα και τα άφησα στο χώρο που τεμάχισα το πτώμα», δηλώνει στην απολογία του το 1996. Η δεύτερη ιερόδουλη, η Λαζάρου, όπως είπε τον προσέβαλε για το μήκος του μορίου του κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης. Τότε, τράβηξε ένα σχοινί που είχε στο αυτοκίνητο και την στραγγάλισε, ύστερα την πέταξε γυμνή στον δρόμο αφού πρώτα άρπαξε τα χρήματα που είχε.
Την ίδια περίοδο, οι αρχές ανέσυραν από το αρχείο μια παλαιότερη υπόθεση με τεμαχισμένο πτώμα. Ο Δαγκλής ομολογεί ότι ήταν πίσω και από αυτό το έγκλημα. Η αλλοδαπή ιερόδουλη με το όνομα «Καίτη» είχε ερωτική επαφή μαζί του κατά την διάρκεια της οποίας την στραγγάλισε με τα χέρια. Θέλοντας να εξαφανίσει το πτώμα το τεμάχισε σε περισσότερα από τριάντα κομμάτια, αφού πρώτα το έγδαρε, έκοψε τμήματα από τους μαστούς και τις θηλές της και ξερίζωσε τους πνεύμονες, την καρδιά και τα εντόσθια. Στην απολογία του ο Δαγκλής δήλωσε ότι τις σκότωνε γιατί του θύμιζαν την μητέρα του. «Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρεσα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές. Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου», δήλωσε μεταξύ άλλων στην απολογία του. Τον Ιανουάριο του 1997 ο Δαγκλής καταδικάζεται σε δεκατρείς φορές ισόβια και φυλακίζεται. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου κρεμιέται από τα κάγκελα του κελιού του μαζί με έναν συγκρατούμενό του. Είναι ο μοναδικός Έλληνας ο οποίος αναγράφεται στις διεθνείς εγκυκλοπαίδειες με serial killers.
Παντελής Καζάκος, ο ρατσιστής δολοφόνος
Τον Οκτώβριο του 1999, ο 23χρονος Παντελής Καζάκος, υπάλληλος της ΕΡΤ βγαίνει παγανιά σε Μεταξουργείο, πλατεία Βάθης, Ψυρρή, Εξάρχεια και Ομόνοια με μια και μοναδική αποστολή: να σκοτώσει όποιον αλλοδαπό έβρισκε μπροστά του. Στις 19 Οκτωβρίου πέφτει νεκρός από τις σφαίρες του ένας Κούρδος, ενώ άλλοι δύο τραυματίζονται. Στις 21 Οκτωβρίου πυροβολεί δύο φορές τον Μάρκους Κόφι από την Γκάνα και τον Νταντόν Μοχάμεντ από το Μπαγκλαντές. Στις 22, πυροβολεί τρεις φορές και τραυματίζει βαριά τον Αμντούλ Τίμοθι, πυροβολεί και τραυματίζει τον Πακιστανό Αχμέντ Νεσάρ και σκοτώνει τον Ουντεσιανί Τζορτζ.
Μάρτυρες λένε ότι ενώ πυροβολούσε τους αλλοδαπούς φώναζε: «Είμαι ορθόδοξος εγώ, ρε!». «Δεν μετανιώνω, έφυγα από το σπίτι μου με το πιστόλι, αποφασισμένος να σκοτώσω όποιον αλλοδαπό έβλεπα στο δρόμο, γιατί το κακό μ” αυτούς έχει παραγίνει», ήταν τα πρώτα λόγια του ρατσιστή δολοφόνου μετά την σύλληψή του. Όταν οδηγήθηκε στον εισαγγελέα, ρώτησε τον πατέρα του: «Πατέρα, ο κόσμος με θεωρεί ήρωα ή φονιά;», για να πάρει την απάντηση: «Φονιά σε λένε, παιδί μου». Ο Καζάκος καταδικάστηκε σε δύο φορές ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη.
Θεόφιλος Σεχίδης, ο μαζικός δολοφόνος της Θάσου
Τον Αύγουστο του 1996 αποκαλύπτεται ένα μαζικό οικογενειακό έγκλημα στην Θάσο. Ο 24χρονος φοιτητής Νομικής από την Καβάλα Θεόφιλος Σεχίδης τον Μάιο του ίδιου χρόνου είχε δολοφονήσει στις 19 και 20 Μαΐου τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, την 50χρονη μητέρα του Ελένη, την 32χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη και τον θείο του Βασίλη, 57 χρόνων.
Αφού πέρασε μια νύχτα με τα πτώματα στο σπίτι, ο 24χρονος τεμάχισε τα πτώματα (εκτός από αυτό του θείου του) και τα μετέφερε σε χωματερή της Καβάλας όπου και τα πέταξε. Από ορισμένα μάλιστα αφαίρεσε τμήμα του εγκεφάλου και το τοποθέτησε στο ψυγείο, για «μεταγενέστερη μελέτη», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. «Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω», δήλωσε τότε στους αξιωματικούς της αστυνομίας, «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνομωσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου ‘λεγαν την αλήθεια. Τους ξέκανα, για να μην με ξεκάνουν».
Ο ίδιος θα δηλώσει αργότερα: «Δυο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. Είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, που αναφέρεται σε ανατομία του εγκεφάλου κ.λπ. Γι αυτό. Επειδή είχα ασχοληθεί μ’ αυτά. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο…». Το Δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο Σεχίδη ομόφωνα ένοχο και του επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Σεχίδης, αποτελεί ένα ιδιόμορφο μείγμα μαζικού δολοφόνου και serial killer, μια κατηγορία από μόνος του. Τα μέλη από τα πτώματα των συγγενών του δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα.
Ο κ. Πανούσης πάντως, εμφανίζεται επιφυλακτικός για την περίπτωση του Θεόφιλου Σεχίδη. «Τον ήξερα προσωπικά, η περίπτωσή του ήταν κατρακύλα. Σκοτώνει την πρώτη, εμφανίζεται ο παππούς του. Σκοτώνει τον παππού εμφανίζεται η θεία. Σκότωσε πέντε από λάθος στιγμή, εμφανίζονταν όταν δεν έπρεπε. Ήταν ένας φυσιολογικός φοιτητής, δεν είχε δείξει κάτι. Η διαταραχή του εμφανίστηκε εκείνη την στιγμή, δεν προϋπήρχε», σχολιάζει.
Δημήτρης Βακρινός, ο ταξιτζής δολοφόνος
«Με θεωρούσαν άνθρωπο της καρπαζιάς. Έτσι με αντιμετώπιζαν. Με το όπλο αισθανόμουν θεός», εξομολογείται στην ασφάλεια τον Απρίλιο του 1997 ο Δημήτρης Βακρινός, ο ταξιτζής που έμεινε γνωστός ως ο δολοφόνος που σκότωνε για ψύλλου πήδημα. Τον Δεκέμβριο του 1995, είχε σκοτώσει τα αδέρφια Κώστα και Αντώνη Σπυρόπουλο με ένα 45αρι πιστόλι λόγω οικονομικών διαφορών, όπως είπε αργότερα.
Τον Μάιο του 1996, σκότωσε στο Περιστέρι τον Σεραφείμ Αγιαννίδη, ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία που έδωσε ο φονιάς στην Ασφάλεια, «του χάλασε το προξενιό με μια κοπέλα που ήταν ερωτευμένος και γι” αυτό έπρεπε να πεθάνει». Ο Βακρινός ομολόγησε στις αρχές τρεις ακόμα δολοφονίες. Το πρώτο του θύμα, ήταν ο συγκάτοικός του Παναγιώτης Δαγλιάς, τον οποίον όπως υποστήριξε ήθελε να εκδικηθεί γιατί του έκλεψε ένα κυνηγετικό όπλο. Τον σκότωσε ενώ κοιμόταν. Το δεύτερο, ήταν η 25χρονη Αναστασία Σιμιτζή, την οποία έκαψε ζωντανή γιατί τον είπε κοντό, ενώ ο συνάδελφός του Θεόδωρος Ανδρεάδης, ο οποίος βρέθηκε άγρια δολοφονημένος στο Λουτράκι το Γενάρη του 1994, ήταν το τρίτο του θύμα. Τον σκότωσε επειδή όπως είπε ο ίδιος δεν τον άφησε να πάρει κάποιον πελάτη. Τον Μάιο του 1997, πριν καν γίνει η δίκη του, ο δολοφόνος κρεμιέται στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού.
Χ. Ντουφτ – Χ. Μπασενάουερ
Η εγκληματική δράση των δύο 31χρονων Γερμανών Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ, την άνοιξη του 1969, εγκαινίασε ένα εντελώς νέο κεφάλαιο στην ελληνική εγκληματολογική ιστορία. Σε μια εποχή που στην Ελλάδα το ποινικό έγκλημα συνδεόταν κυρίως με «λόγους τιμής» ή κτηματικές διαφορές, οι δύο Γερμανοί με τις πέντε ληστείες, τους έξι φόνους και τον έναν βαρύτατο τραυματισμό που διέπραξαν σε διάστημα μόλις 40 ημερών μετέβαλαν βίαια και οριστικά τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την έννοια του εγκλήματος.
Αν και εκείνη την περίοδο οι πράξεις τους χαρακτηρίστηκαν από τυπικής (νομικής) άποψης ως ληστείες μετά φόνων, η σύγχρονη εγκληματολογική αντίληψη τούς εντάσσει στην κατηγορία των κατά συρροή δολοφόνων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον αριθμό των θυμάτων, τον τρόπο δράσης τους και την δυσανάλογη ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ένταση των επιθέσεών τους.
Οι Ντουφτ και Μπασσενάουερ έφθασαν οδικώς στην Ελλάδα στις 17 Φεβρουαρίου 1969, εποχή κατά την οποία κυβερνούσε το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, προφασιζόμενοι τους τουρίστες. Μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις 40 ημερών και συγκεκριμένα από τις αρχές Μαρτίου έως και τα μέσα Απριλίου οπότε και συνελήφθησαν, δολοφόνησαν έξι ανυποψίαστους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας όπλο ή στιλέτο, με σκοπό τη ληστεία.Οι δύο 31χρονοι Γερμανοί, ήταν υδραυλικοί στο επάγγελμα. Ο Ντουφτ ήταν άγαμος, ενώ ο Μπασενάουερ παντρεμένος και πατέρας 3 παιδιών. Η σύζυγός του έπαθε ισχυρό σοκ όταν πληροφορήθηκε τη δράση του συζύγου της και επιχείρησε να αυτοκτονήσει, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Ο Ντουφτ είχε καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων κατά τη διάρκεια του γαλλοαλγερινού πολέμου. Φερόταν ως ο εγκέφαλος του διδύμου και πειθήνιο όργανό του ο Μπασενάουερ. Και οι δύο ήταν σεσημασμένοι από την Ιντερπόλ, καθώς είχαν στο παρελθόν εγκληματική δραστηριότητα (ληστείες και επιθέσεις) στην Δυτική Γερμανία και ακόμα στη Μασσαλία και τη Νάπολη.
Το τελευταίο τους έγκλημα δεν ήταν γνωστό στις αρχές. Το αποκάλυψαν οι ίδιοι μετά τη σύλληψή τους. Κατά την πρώτη τους εγκληματική ενέργεια έξω από τη Θήβα, υπήρξε και τρίτο θύμα, ένας υπάλληλος πρατηρίου υγρών καυσίμων, ο οποίος κοιμόταν σε πίσω δωμάτιο, μαχαιρώθηκε δε και πυροβολήθηκε, όμως τελικά δεν εξέπνευσε. Ο δε στρατιώτης που βρισκόταν τυχαία στο σημείο, τους πλησίασε με σκοπό να τους ζητήσει να τον μεταφέρουν στη μονάδα όπου υπηρετούσε.
Τη δράση και συμπεριφορά τους χαρακτήριζαν η φαινομενική ευγένεια με την οποία ξεγελούσαν τα ανυποψίαστα θύματά τους, η μεθοδικότητα και ο απόλυτος κυνισμός. Σκότωναν χωρίς ενδοιασμούς, ακόμη και σε στιγμές που δεν ήταν απαραίτητο για να διαφύγουν, καθώς ξένοι όπως ήταν και χωρίς μητρώο στην Ελλάδα θα ήταν απίθανο να αναγνωρισθούν από καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων. Συνελήφθησαν τελικά στις 16 Απριλίου του 1969, όταν μία γυναίκα παρατήρησε κηλίδες αίματος πάνω στο αυτοκίνητο που πάρκαραν έξω από το σπίτι της στο Χαϊδάρι και ειδοποίησε την αστυνομία. Στήθηκε ενέδρα και οι δύο κακοποιοί συνελήφθησαν.
Οι δύο εγκληματίες καταδικάστηκαν από το Πενταμελές Εφετείο πεντάκις σε θάνατο, για κάθε μία από τις πέντε δολοφονικές επιθέσεις ξεχωριστά. Στη συνέχεια υπέβαλαν αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία όμως απορρίφθηκε. Ομοίως απορρίφθηκε και η αίτηση που υπέβαλαν οι συνήγοροί τους προς το Συμβούλιο Χαρίτων προκειμένου να τους απονεμηθεί χάρη και η θανατική ποινή να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη.
Εκτελέστηκαν τα ξημερώματα της 15ης Δεκεμβρίου του 1969 ο μεν Ντουφτ στην Κέρκυρα, ο δε Μπασενάουερ στην Αίγινα, όπου κρατούνταν. Ο Ντουφτ μάλιστα, ζήτησε να του αφήσουν ακάλυπτα τα μάτια και αντιμετώπισε εντελώς ανέκφραστος το εκτελεστικό απόσπασμα, αναφωνώντας ψυχρά στα ελληνικά, «γεια σας»
Οι περιβόητοι «Δράκοι»
Τρεις «Δράκοι» συγκλόνισαν την σύγχρονη Ελλάδα. Πρώτος ο περίφημος «Δράκος της Δράμας» Κυριάκος Παπαχρόνης, έφεδρος ανθυπολοχαγός των ΛΟΚ, ο οποίος σε ηλικία 19 χρονών ξεκινάει την δράση του με βιασμούς και δολοφονίες γυναικών. Δύο βιασμοί, πέντε απόπειρες βιασμού, πέντε ανθρωποκτονίες και τρεις απόπειρες ανθρωποκτονίας είναι ο απολογισμός του. «Θόλωνε το μυαλό μου!
Ήθελα να χτυπήσω. Έφθανα στο μεγαλείο! Τη χτυπούσα, τελείωνε», δήλωνε στις αρχές το 1983 για τις γυναίκες που βίαζε και σκότωνε, ενώ παραδεχόταν ότι «τον τρέλαινε και τον ερέθιζε ο ήχος των τακουνιών». Καταδικάστηκε δύο φορές εις θάνατον και σε κάθειρξη 23 ετών, όμως η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Τον Δεκέμβριο του 2004 ο Παπαχρόνης αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους.
Δεύτερος σε… φήμη «Δράκος» είναι ο φυσιοθεραπευτής Σπύρος Μπέσκος, ο οποίος το 1983 καταδικάζεται σε δύο φορές ισόβια για τον βιασμό και στραγγαλισμό δύο γυναικών στην Πάρνηθα, αλλά και για δεκατέσσερις ακόμα απόπειρες.
Τα θύματά του τα αναζητούσε βραδινές ώρες στις παραλιακές περιοχές της Αττικής, κάτι που του έδωσε το παρατσούκλι «Ο Δράκος της Παραλίας». Στις φυλακές Κορυδαλλού απολάμβανε το καθεστώς ελεύθερης διαβίωσης, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως φυσιοθεραπευτής στο νοσοκομείο κρατουμένων. Και αυτός αποφυλακίζεται το 2008 με περιοριστικούς όρους.
Τρίτος φυσικά ο «Δράκος του Σέιχ Σού» ..
Όλα ξεκίνησαν το πρώτο τετράμηνο του 1959, όταν τρεις εγκληματικές ενέργειες σκόρπισαν τον πανικό στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Φεβρουαρίου, άγνωστος τραυματίζει βαρύτατα με πέτρες και ληστεύει ένα ζευγάρι, τον Αθανάσιο Παναγιώτου και την Ελεονόρα Βλάχου, στο Σέιχ Σου -τα θύματα επέζησαν επειδή η παγωνιά σταμάτησε την αιμορραγία… Στις 6 Μαρτίου, στην περιοχή της Μίκρας άγνωστοι δολοφονούν με πέτρες και ληστεύουν τον Κωνσταντίνο Ραΐση και Ευδοκία Παληογιάννη. Μάλιστα βιάζουν τη γυναίκα. Ο άνδρας είναι λοχαγός του ιππικού και βρίσκεται στο ραντεβού με τη φίλη του φορώντας τη στολή του, με στρατιωτικό τζιπ και οπλοφορώντας.
Στις 3 Απριλίου, άγνωστος μπαίνει στο Δημοτικό Νοσοκομείο, του οποίου η αυλή «ακουμπάει» στο Σέιχ Σου, και σκοτώνει με πέτρα και ληστεύει τη ράφτρα του ιδρύματος Μελπομένη Πατρικίου, σε ένα μικρό χωριστό σπιτάκι όπου έμενε…
Οι τρεις εγκληματικές ενέργειες δημιουργούν την εντύπωση του «δράκου» που ρίχνει την εφιαλτική του σκιά του πάνω από την πόλη. Η αστυνομία δεν μπορεί να βρει άκρη. Είναι ένας φόβος διαλυτικός! Ένας φόβος που πλανάται πάνω από την πόλη, τρυπώνει στις ψυχές, αλλοιώνει χαρακτήρες, διαπερνά την καθημερινότητά, τρομάζει τον ύπνο και κάνει όλους να πιστεύουν ότι αυτοί θα είναι το επόμενο θύμα του δράκου! Οι γυναίκες αρχίζουν από τον φόβο να μην κυκλοφορούν τα βράδια παρά μόνο με συνοδεία, ενώ στα παλιά σπίτια της Άνω Πόλης από τον φόβο του δράκου όλοι διπλοκλειδώνουν τις πόρτες. Η «δρακοφοβία» οδηγεί και σε ακραίες περιπτώσεις που περιγράφονται με γλαφυρότητα στις εφημερίδες της εποχής.
Οι Θεσσαλονικείς με βάση τις περιγραφές του δράστη από τα θύματα που γλίτωσαν από τη μανία του βλέπουν παντού τον «δράκο». Στην αγορά, στους κεντρικούς δρόμους, στο Μοδιάνο, στο Καπάνι. Οι καταγγελίες διαδέχονται η μία την άλλη. Οι αστυνομικοί τρέχουν, αλλά ο «δράκος» πουθενά. Ο φόβος ήταν τόσο μεγάλος, που ακόμη «και τα αχ βαχ» ζευγαριών σε ερημικές περιοχές μεταφέρονται στην αστυνομία σαν φωνές ατόμων που ψυχορραγούν. Ο χρόνος κυλά, οι επιθέσεις εναντίον ζευγαριών ή μεμονωμένων γυναικών είναι περιορισμένες, δεν υπάρχει καμία δολοφονία και οι φήμες για τον «δράκο» οργιάζουν και αποτελούν την καθημερινή συζήτηση μεταξύ των Θεσσαλονικέων.
Σύλληψη
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα φόβου στις αρχές Δεκεμβρίου του 1963 συλλαμβάνεται ο 24χρονος, τότε, Αριστείδης Παγκρατίδης, επειδή μπήκε μεθυσμένος νύχτα στο ορφανοτροφείο «Μ. Αλέξανδρος», σε «αναζήτηση γυναίκας». Δικάστηκε γρήγορα τον Οκτώβριο του 1964 και καταδικάστηκε σε εννιάχρονη κάθειρξη για «εξαναγκασμόν εις ασέλγειαν» μιας 11χρονης τροφίμου.
Κατά την ανάκριση, μέσα σε μια εβδομάδα, θα ομολογήσει ότι ήταν ο «δράκος του Σέιχ Σου». Ο τρόπος λήψης της ομολογίας από την αστυνομία αλλά και το γεγονός ότι αρνήθηκε τα πάντα στον ανακριτή που οδηγήθηκε δημιούργησαν από την πρώτη στιγμή την αμφιβολία αν ήταν ο πραγματικός δράστης ή ένα εξιλαστήριο θύμα που του φόρτωσαν τις κατηγορίες, επειδή όπως αναφερόταν και στο παραπεμπτικό βούλευμα ο Παγκρατίδης «ουδεμιάς τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς ως κίναιδος προς χρηματισμόν, ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς».
Διχάζονται οι απόψεις
Η δίκη Παγκρατίδη ήταν ένα από τα μεγάλα στόρι της εποχής. Η σεξουαλική του ζωή ήταν αυτή που τον πρόδωσε, πάνω στην αταξία της σεξουαλικότητάς του βασίστηκε το «κοινό αίσθημα» αλλά και η ασφάλεια για να τον καταδικάσει. Ο Παγκρατίδης είναι ο «δράκος», δεν υπάρχει καμία αμφιβολία υποστήριξαν οι αστυνομικοί, οι εισαγγελείς και το πενταμελές εφετείο που τον έκρινε ένοχο σε δεύτερο βαθμό.
Μάλιστα ο δημοσιογράφος Γιώργος Σαλονικίδης, ο μόνος δημοσιογράφος που παρακολούθησε τις αναπαραστάσεις των εγκλημάτων του Παγκρατίδη, επιβεβαιώνει ότι είχε βρεθεί στο σπίτι του ο αναπτήρας του ίλαρχου Ραΐση. Μάλιστα είχε τη δυνατότητα να μιλήσει με τον Παγκρατίδη και, όπως ο ίδιος έλεγε, τον ρώτησε « Πες μου αν είσαι αθώος; Σε περίπτωση που είσαι αθώος, εμείς θα σταθούμε στο πλευρό σου». Ο Παγκρατίδης τότε του δήλωσε πως είχε κάνει αυτά για τα οποία τον κατηγορούν. Την άλλη ημέρα στην εφημερίδα που εργαζόταν, τον «Ελληνικό Βορρά» έγραφε «Ο Παγκρατίδης με έπεισε».
Άλλες φωνές όμως υποστηρίζουν πως ο Παγκρατίδης δεν υπήρξε ποτέ «δράκος» και επισημαίνουν πως τα τρία εγκλήματα διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους. Ισχυρίζονται μάλιστα πως δεν υπάρχουν αποδείξεις πως ο Παγκρατίδης ήταν ο δράστης των δύο τουλάχιστον επιθέσεων όπου υπήρχαν νεκροί: της Μίκρας και του νοσοκομείου. Ακόμη και στις περιπτώσεις που υπήρχαν μάρτυρες, αυτοί δεν τον αναγνώρισαν με βεβαιότητα. Ακόμη, επισημαίνουν πως μπορούσε να αποδείξει την αθωότητά του, αλλά δεν τον άφησαν, καθώς υποβλήθηκαν 13 αιτήσεις στο δικαστήριο για διάφορα θέματα (αποτυπώματα, αίμα, συγκεκριμένοι μάρτυρες, πιθανοί δράστες και άλλα…), όμως απορρίφθηκαν όλες.
Ακόμη και σήμερα υπάρχει η αμφισβήτηση για την ενοχή του Παγκρατίδη, που ήταν από τα τελευταία άτομα που εκτελέσθηκαν στην Ελλάδα πριν να καταργηθεί έπειτα από λίγα χρόνια η θανατική ποινή. Αντίθετες γνώμες για την ενοχή του εκφράζουν και δημοσιογράφοι που κάλυψαν με εκτενή ρεπορτάζ την υπόθεση Παγκρατίδη, καθώς το θέμα του δράκου μονοπωλούσε τις εφημερίδες της εποχής.
Η εκτέλεση
Ήταν 7.06 το πρωί όταν στο Σέιχ Σου, στο μέρος όπου συνδέθηκε με το όνομά του, ο Αριστείδης Παγκρατίδης, που κατηγορήθηκε ως «δράκος» , στάθηκε απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Είχαν περάσει εννιά χρόνια από τη διάπραξη των φοβερών εγκλημάτων που είχαν σπείρει τον πανικό και τον τρόμο στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης και δύο από την καταδίκη του τετράκις σε θάνατο από το πενταμελές εφετείο Θεσσαλονίκης.
Ο 28χρονος Παγκρατίδης, ο Αρίστος όπως τον φώναζαν, με ψυχραιμία που εξέπληξε τους πάντες στάθηκε απέναντι από τα όπλα, επαναλαμβάνοντας σε όσους προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν: «Δεν είμαι εγώ. Δεν έκανα εγώ τα εγκλήματα». Το μόνο που δέχτηκε πριν να οπλίσουν τα όπλα τους οι στρατιώτες του αποσπάσματος ήταν να του δέσουν τα μάτια.
«Παιδιά, σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι» είπε απευθυνόμενος στο απόσπασμα πριν πετάξει το τελευταίο τσιγάρο από το στόμα του και λίγο πριν από τον ήχο των όπλων θα φωνάξει: «Μανούλα μου, είμαι αθώος». Ο «δράκος του Σέιχ Σου» εκτελέστηκε χωρίς την παρουσία των συγγενών του και κηδεύτηκε λίγο αργότερα από τους αστυνομικούς στο νεκροταφείο της Εξοχής, αλλά το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο μισό αιώνα τώρα απασχολεί και διχάζει τον κόσμο είναι αν ήταν «ένοχος» η ένας «αθώος» που καταδικάστηκε, για να συγκαλυφθούν άλλοι. Άλλωστε στην τρομοκρατημένη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή οι φήμες για τον «δράκο» οργίαζαν, άλλοι ισχυρίζονταν πως ανήκει στην «υψηλή κοινωνία» και τον κρύβουν, άλλοι πως «ήταν αστυνομικός και ξέρει να φυλάγεται» άλλοι έλεγαν για άτομο που έφυγε στο εξωτερικό, ενώ κάποιοι ισχυρίζονταν πως «ήταν τρελός και αυτοκτόνησε» κ.ά.
Οι «διαβολογυναίκες» με το παραθείο
Δύο γυναίκες τράβηξαν τα φώτα της δημοσιότητας με τις κατά συρροή δολοφονίες τους ή για την ακρίβεια τις κατά συρροή δηλητηριάσεις τους.
Η 56χρονη Μαρία Σαμπανιώτη, «μια διαβολική γυναίκα» όπως την χαρακτήρισε ο εισαγγελέας στην δίκη της, τον Ιανουάριο του 1992 δηλητηρίασε επτά άτομα, τα τρία από τα οποία πέθαναν, προσφέροντάς τους τηγανόψωμα στην ζύμη των οποίων είχε βάλει παραθείο.
Στο δικαστήριο οι συγγενείς των θυμάτων την υποδέχθηκαν, φωνάζοντάς την «φαρμακούλα», ενώ η ίδια δήλωσε αθώα. Το δικαστήριο την καταδίκασε σε τρις ισόβια. Τον Ιανουάριο του 2011, το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο Θήβας έκανε δεκτή αίτησή της για υφ’ όρων απόλυση, λόγω της καλής συμπεριφοράς της στη φυλακή.
Η εμβληματικότερη υπόθεση στην Ελλάδα με την χρήση δηλητηρίου πάντως, είναι αυτή της 42χρονης Αικατερίνης Δημητρέα από την Μάνη, η οποία σε διάστημα τρεισήμισι μηνών το 1962 δηλητηρίασε συνολικά τέσσερα άτομα με παραθείο και αποπειράθηκε να δηλητηριάσει άλλα δύο.
Θύματά της ήταν η 80χρονη μητέρα της Στεφούλα, η θεία της Ποτούλα Τσιλιγγονέα, ο αδελφός της Κωσταντίνος και ο 5χρονος ανιψιός της Ηλίας Πιτσούλας. Μετά την σύλληψή της τον Σεπτέμβριο του ’62, η Δημητρέα ομολόγησε τα εγκλήματά της ενώπιον των αξιωματικών της χωροφυλακής λέγοντας πως «έπρεπε να πεθάνουν γιατί με κακομεταχειρίζονταν, αν και δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν εκτός από τον αδελφό μου». Στις 8 Μαΐου 1963 το δικαστήριο την καταδίκασε τετράκις στην ποινή του θανάτου και σε 15ετή κάθειρξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Δύο χρόνια αργότερα, η Δημητρέα εκτελέστηκε στο Γουδί περνώντας στην ιστορία ως η «δηλητηριάστρια της Μάνης».