Η Αγγελική Πάντου και ο Κώστας Τζώρτζης ήταν οι «διαβολικοί εραστές» που η ιστορία τους, έγινε η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το ερωτικό έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα στο Πολυνέρι Θεσπρωτίας ένα μικρό ορεινό χωριό με ελάχιστα σπίτια, και λιγοστούς κάτοικους.
Η αληθινή ιστορία πίσω από την «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Ένα έγκλημα στην επαρχία αποτέλεσε την αφορμή της έναρξης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Inventing Anna: Η αληθινή ιστορία της εκατομμυριούχου Anna Sorokin που συγκλόνισε την Νέα Υόρκη και έγινε σειρά στο Netflix
Το σκηνικό
Κυριακή 15 Απριλίου 1968 (Κυριακή των Βαΐων). Έξι μόλις μέρες πριν από την πρώτη επέτειο της Χούντας.
Τόπος: Ο Σταθμός Χωροφυλακής της Πλαταριάς Θεσπρωτίας – οκτώ περίπου χιλιόμετρα από το Πολυνέρι. Το Πολυνέρι, ο τόπος όπου εξελίσσεται η κυρίως δράση, είναι ένα μικρό ορεινό χωριό με λιγοστούς κατοίκους. Από τους μόλις 120 κατοίκους του, ο επισκέπτης θα αντικρίσει κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους. Οι περισσότεροι άντρες του χωριού έχουν μεταναστέψει στην πρωτεύουσα ή στο εξωτερικό.
Η πρώτη σκηνή – Η εξαφάνιση
Η ιστορία ξεκινάει από τη στιγμή που η Λαμπρινή Πάντου μπήκε στο Σταθμό της Χωροφυλακής και δήλωσε την εξαφάνιση του 45χρονου κουνιάδου της, Χαρίση Πάντου, εδώ και δέκα μέρες, δηλαδή από τις 5 Απριλίου.
Κατήγγειλε μάλιστα ότι ήταν βέβαιη ότι τον κουνιάδο της είχε δολοφονήσει η σύζυγός του Αγγελική Πάντου με τον εραστή της, τον αγροφύλακα Κωνσταντίνο Τζώρτζη.
Η δράση ξεκινά – Οι έρευνες της αστυνομίας
Οι αστυνομικοί αρχίζουν αμέσως τις έρευνες. Πήραν κατάθεση από τη σύζυγο, συλλέξανε πληροφορίες από τη γειτονιά του αγνοούμενου ενώ έκαναν έλεγχο και στις τραπεζικές του καταθέσεις.
Ταυτόχρονα, ερεύνησαν τις τελευταίες κινήσεις του Χαρίση Πάντου και διαπίστωσαν ότι την ημέρα μετά την εξαφάνισή του είχε κλείσει ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο των Ιωαννίνων. Επιπλέον, είχε εκδώσει στο όνομά του ένα εισιτήριο υπεραστικού λεωφορείου για την Αθήνα.
Η εξήγηση της συζύγου
Σύμφωνα με την 40χρονη Αγγελική Πάντου, ο σύζυγός της «έχαιρε άκρας υγείας». Είχε απλώς φύγει στις 5 Απριλίου με σκοπό να πάει ως μετανάστης στη Γερμανία για να εργαστεί και να μπορέσει να μαζέψει χρήματα. Παρόλες τις προσπάθειες του στο χωριό, δεν τα κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα – είχαν και 4 παιδιά να μεγαλώσουν, ηλικίας 14, 13, 11 και 8 ετών.
Στο παρελθόν ο Χαρίσης Πάντος είχε μεταναστέψει και πάλι στη Γερμανία και είχε επιστρέψει μετά από καιρό με κάποια χρήματα.
Η Αγγελική έδειξε κι ένα γράμμα στην αστυνομία το οποίο της είχε στείλει ο σύζυγός της από τα Ιωάννινα. Στο γράμμα της έγραφε ότι θα κατέβαινε στη συνέχεια στην Αθήνα για να φτιάξει τα χαρτιά του και να αναχωρήσει για Γερμανία.
Μανιάτικη Βεντέτα: Η ιστορία του τελειότερου εγκλήματος στα Ελληνικά χρονικά που έγινε βιβλίο
Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες της Λαμπρινής Πάντου, η Αγγελική απάντησε ότι ήταν συκοφαντίες επειδή η Λαμπρινή ήταν ερωμένη του συζύγου της και ενοχλήθηκε που την παράτησε κι έφυγε.
«Τον είχες φίλο τον άντρα μου και σου κακοφάνηκε που έφυγε, γι’ αυτό με κατηγορείς πως τον σκότωσα. Αλλά εγώ θα σε στείλω στο στρατοδικείο που με κατηγορείς», έγραψαν οι εφημερίδες ότι είπε η Αγγελική στη Λαμπρινή.
Η γνώμη του χωριού για το ζευγάρι
Για τον Χαρίση Πάντο, ολόκληρο το Πολυνέρι έλεγε τα καλύτερα λόγια. Πράος, αδύναμος και μικροκαμωμένος άντρας αλλά πολύ εργατικός. Καλός οικογενειάρχης, φρόντιζε να μη λείψει τίποτα από την οικογένειά του. Ταυτόχρονα όμως, από τότε που ο αδελφός του έχασε τη ζωή του από ένα ατύχημα, πέφτοντας από μία βελανιδιά, είχε αναλάβει να συντηρεί και την δική του οικογένεια, την Λαμπρινή Πάντου δηλαδή και τα τρία της παιδιά.
Σε αντίθεση με την άποψη που είχε για τον Χαρίση, το χωριό δεν είχε καλή γνώμη για τη γυναίκα του, Αγγελική. Σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, η Αγγελική ήταν «το αφεντικό» της οικογένειας. Καταπίεζε τον Χαρίση και του γκρίνιαζε επειδή βοηθούσε την οικογένεια του αδελφού του, αλλά και άλλους άπορους συγχωριανούς του. Του μιλούσε διαρκώς άσχημα, προσβλητικά και υποτιμητικά. Την κατηγόρησαν ακόμη ότι φλέρταρε με διάφορους άντρες, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επιβεβαίωσαν τον παράνομο δεσμό της Αγγελικής και του 40χρονου αγροφύλακα Κώστα Τζώρτζη, επίσης παντρεμένου και πατέρα τριών παιδιών.
Ο Χαρίσης είχε μόλις πρόσφατα χτίσει ένα μεγάλο σπίτι στο χωριό το οποίο συμπεριλάμβανε ένα καφενείο – μπακάλικο. Η Αγγελική, που τον πίεζε να της το γράψει στο όνομά της, δεν ήταν ικανοποιημένη με την προοπτική του μαγαζιού και ζητούσε από τον άντρα της να ξαναφύγει μετανάστης.
Leopold and Loeb: Η ιστορία του παραλίγο τέλειου εγκλήματος που έγινε αστικός μύθος και ταινία του Χίτσκοκ
Ο λογαριασμός του Χαρίση στην τράπεζα
Η έρευνα της αστυνομίας έδειξε ότι μετά την εξαφάνιση του Χαρίση υπήρχε υπόλοιπο στον τραπεζικό λογαριασμό του 30.000 δραχμές. Λίγες ημέρες πριν από την εξαφάνιση είχε σηκώσει 15.000 δραχμές. Από αυτό το ποσό, τις 13.000 τις είχε δώσει σε έναν φίλο του που του τις είχε δανείσει, και κράτησε για τον εαυτό του τις υπόλοιπες 2.000 δρχ.
Αυτό προξένησε απορία στις αρχές που θεώρησαν ότι, εάν σκόπευε να φύγει μετανάστης, θα σήκωνε περισσότερα χρήματα από τις 2.000 δραχμές για το ταξίδι του.
Οι έρευνες συνεχίζονται
Η αστυνομία υποπτεύεται, αλλά δεν έχει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο εις βάρος του παράνομου ζευγαριού. Έτσι αποφασίζουν να πιάσουν όλα τα στοιχεία από την αρχή, ξεκινώντας από το ξενοδοχείο των Ιωαννίνων.
Και τότε έπεσαν επιτέλους πάνω σε ένα στοιχείο. Στο δελτίο διανυκτερεύσεων του ξενοδοχείου, είναι καταγεγραμμένη η διανυκτέρευση ενός ζευγαριού: του Χαρίση Πάντου και της συζύγου του Όλγας. Όμως σύζυγος του Χαρίση ήταν η Αγγελική. Ενώ Όλγα έλεγαν τη γυναίκα του Κώστα Τζώρτζη.
Η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στο ξενοδοχείο είχαν πάει ο Κώστας Τζώρτζης με την Αγγελική. Όταν τους ζητήθηκε να δώσουν τα στοιχεία τους, ο Τζώρτζης είπε μεν το όνομα του Χαρίση, αλλά μπερδεύτηκε κι έδωσε το όνομα της δικής του γυναίκας.
«Ανακρισούλα, ανακρισούλα;»
Στις 28 Απριλίου του 1968, η Αγγελική Πάντου οδηγήθηκε και πάλι στο Σταθμό Χωροφυλακής Πλαταριάς, για νέα κατάθεση. Την ίδια στιγμή, ο Κώστας Τζώρτζης ανακρίνονταν στην Ηγουμενίτσα.
Αρχικά και οι δύο επέμεναν ότι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την εξαφάνιση του Χαρίση. Η αστυνομία όμως ήταν πλέον βέβαιη για την ενοχή του ζευγαριού και μάλιστα για το ότι είχαν να κάνουν με προμελετημένο έγκλημα.
Έτσι δοκίμασαν μια μέθοδο πολύ συνηθισμένη στην ανακριτική. Είπαν στην Αγγελική ότι ο Τζώρτζης είχε ομολογήσει το έγκλημα, κατονομάζοντας εκείνη ως τον δολοφόνο.
Asunta Basterra: Η συγκλονιστική αληθινή ιστορία δωδεκάχρονης Ασούντα που έγινε σειρά στο Netflix
Αν αυτό συνέβαινε σήμερα, με τα διάφορα αστυνομικά σήριαλ να κατακλύζουν την τηλεόραση, ίσως το ζευγάρι να ήταν πιο “ψυλλιασμένο” και να μην έπεφτε εύκολα στην παγίδα. Το 1968 όμως η ελληνική τηλεόραση διέθετε μόνο δύο κανάλια. (Άσε που οι πιθανότητες να είχε φτάσει η τηλεόραση στην Πλαταριά ήταν μηδαμινές).
Οι ομολογίες
Στο άκουσμα του ότι ο Τζώρτζης την παρουσίαζε ως ένοχη, η Αγγελική δήλωσε:
«Ψέματα. Μαζί τον σκοτώσαμε. Εκείνος τον κράταγε κι εγώ τον έπνιξα».
Με τον ίδιο τρόπο ομολόγησε και ο Κώστας Τζώρτζης. Από κει και πέρα τα σενάρια αλλάζουν διαρκώς. Αρχικά οι δράστες δήλωσαν ότι τον σκότωσαν βρισκόμενοι σε άμυνα, όταν ο Χαρίσης τους έκανε “τσακωτούς” στο κρεβάτι και επιχείρησε να τους σφάξει με ένα μαχαίρι.
Στη συνέχεια η Αγγελική άλλαξε και πάλι τη δήλωσή της:
«Ο Κώστας τον περίμενε πίσω από την πόρτα. Του έπιασε τα χέρια και εγώ του πέρασα την θηλιά του σκοινιού στον λαιμό και τράβηξα με δύναμη, μέχρι που πέθανε».
Αλλά και ο Τζώρτζης άλλαξε τη δήλωσή του:
«Περνούσα τυχαία έξω από το σπίτι, όταν με φώναξε η Αγγελική. Μετά από λίγη ώρα θα ερχόταν ο Χαρίσης. Όπως μου ζήτησε η Αγγελική, του άρπαξα τα χέρια και εκείνη πήρε τη θηλιά που είχε βουτήξει στο λάδι για να γλιστράει και την πέρασε στον λαιμό του και τον έπνιξε. Μόλις κατάλαβα τι είχαμε κάνει, τράβηξα το μαχαίρι μου να την σφάξω. Εκείνη έπεσε στα πόδια μου, μου είπε ότι το έκανε για την αγάπη μας.
Με διαβεβαίωσε ότι δεν θα καταλάβαινε κανείς τίποτα. Με διαβεβαίωσε ότι έχει τη δύναμη να “καθαρίσει” και κανένας να μην πάρει μυρωδιά. Είχα, πια, μπλέξει σε μια δολοφονία, είχα κατρακυλήσει στον γκρεμό από μια γυναίκα και δεν μου απέμενε παρά να πάρω μέρος στην απόκρυψη του πτώματος.
Εκείνη μου πρότεινε να τον ρίξουμε σε ένα βάραθρο, σε μια σπηλιά, που βρίσκεται κοντά στο χωριό. Πήγα και πήρα τα μέτρα του ανοίγματος της σπηλιάς και της είπα πως δεν χωράει.
Η Αγγελική τότε πρότεινε να τον τεμαχίσουμε, αλλά εγώ αρνήθηκα και τον φυτέψαμε στην αυλή κάτω από τα κρεμμυδάκια και την κυδωνιά».
Beulah Annan: Η αληθινή ιστορία πίσω από τον ρόλο της Roxie στην ταινία Chicago
Οι δικαιολογίες των ενόχων
Σε μια προσπάθεια να μετριαστεί η ευθύνη για το έγκλημα της η Αγγελική Πάντου δήλωσε σε συνέντευξή της στον Σπύρο Καρατζαφέρη (εφημερίδα «Απογευματινή», 02.05.1968):
«Ο άντρας μου με έδερνε, με παραμελούσε και με απειλούσε ότι θα με σκοτώσει. Τον πρόλαβα εγώ όμως».
Όσων αφορά την απιστία της, η απάντησή της ήταν απλή:
«Κάθε τόσο έφευγε για την Γερμανία. Εγώ ήμουνα γυναίκα θερμή. Λογικό ήταν να βρω άλλον άνδρα.»
Και για τη συνεργασία της στο φόνο με τον Τζώρτζη:
«Εγώ του πρότεινα να σκοτώσουμε τον μακαρίτη κι εκείνος δέχθηκε, πανάθεμά τον. Όχι, πες μου σε παρακαλώ. Εγώ τρελάθηκα και ήθελα να κάμω έγκλημα. Εκείνος δεν έπρεπε να με συγκρατήσει; Έπρεπε. Άρα εγώ είμαι αθώα. Ο φίλος μου φταίει»
Αλλά και ο Κωσταντίνος Τζώρτζης είχε δικαιολογίες:
«Αυτή τον έπνιξε. Η βρώμα με παρέσυρε. Με είχε δέσει με το σεξ και με εξαπάτησε όπως η Εύα τον Αδάμ. Πριν από μένα είχε φίλο τον άνδρα της αδελφής της, της Ευδοκίας. Εκείνη τους έπιασε μια φορά στα πράσα και χτύπησε τον άνδρα της με μια πλάκα στο κεφάλι. Όταν έγινε καλά έφυγε για την Γερμανία, όπου ζει ακόμη».
Η αναπαράσταση
Κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος, όλο το χωριό ήταν συγκεντρωμένο έξω από το σπίτι του Πάντου και αποδοκίμαζε τους δράστες, ενώ δεν ήταν και λίγοι που επιχείρησαν να τους λιντσάρουν.
Οι γυναίκες του χωριού, που δεν είχαν ξαναζήσει έγκλημα στο φιλήσυχο χωριό, μοιρολογούσαν κι έλεγαν:
«Πάρτε πέτρες και σπάστε τα κεφάλια σας γυναίκες για τη μεγάλη πομπή που έγινε στο χωριό μας».
Patty Hearst: Η εγγονή του μεγιστάνα που από θύμα απαγωγής έγινε ληστής και και μέλος της ομάδας που την απήγαγε
Σύμφωνα με δημοσίευμα στο περιοδικό «Εικόνες» (10 Μαΐου 1968), ανάμεσα σε αυτούς που έβριζαν ήταν κι Λαμπρινή Πάντου. Όταν την είδε η Αγγελική Πάντου της είπε:
«Εσύ τι θέλεις τώρα; Αν σ’ αυτόν έβαλα κρεμμυδάκια, σ’ εσένα θα φυτέψω κυπαρίσσι. Αλλά “φίλος” σου ήταν, γι’ αυτό τον υποστηρίζεις».
Το έγκλημα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της αστυνομίας
Τα συμπεράσματα της αστυνομίας για το έγκλημα που προέκυψαν από τις δύο ομολογίες και την αναπαράσταση, ήταν τα εξής:
Γύρω στις 5-6 το απόγευμα της 5ης Απριλίου του 1968 στο σπίτι του Πάντου βρισκόταν η γυναίκα του Αγγελική και ο Κωνσταντίνος Τζώρτζης, έχοντας στήσει καραούλι στον άμοιρο σύζυγο.
Όταν ο Χαρίσης επέστρεψε ανυποψίαστος στο σπίτι του και μπήκε μέσα, είδε τον Τζώρτζη.
«Πώς από ’δω, Κώστα;» πρόλαβε να ρωτήσει ο Χαρίσης πριν ο Τζώρτζης του επιτεθεί.
Ο αδύναμος και μικροκαμωμένος Χαρίσης ήταν αδύνατον να αντισταθεί στον γεροδεμένο αγροφύλακα ο οποίος τον ακινητοποίησε με ευκολία και τον μετέφερε στο υπνοδωμάτιο του ζευγαριού.
Εκεί η Αγγελική φόρεσε στο θύμα μια αυτοσχέδια θηλιά ενός σχοινιού που την είχε μάλιστα βουτήξει στο λάδι για να γλιστράει. Όταν η θηλιά μπήκε στο λαιμό του θύματος εκείνη την τράβηξε με μανία, μέχρις ότου ο σύζυγός της να σταματήσει να αναπνέει και να αφεθεί το σώμα του να πέσει νεκρό στο πάτωμα.
Ελάχιστα μόλις λεπτά μετά το έγκλημα το ζευγάρι άκουσε τα παιδιά της Πάντου να επιστρέφουν στο σπίτι. Βιαστικά, έσυραν το πτώμα μέχρι την καταπακτή του σπιτιού που οδηγούσε στο κελάρι, και το πέταξαν εκεί. Ο Τζώρτζης έφυγε για το σπίτι του και η Αγγελική, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σέρβιρε στα παιδιά της φαγητό.
Μετά τα μεσάνυχτα και αφού τα παιδιά κοιμόντουσαν, ο Τζώρτζης επανήλθε στον τόπο του εγκλήματος. Οι δύο δράστες κατέβηκαν στο κελάρι και τύλιξαν το πτώμα με ένα σεντόνι. Στη συνέχεια τον μετέφεραν έξω στην αυλή. Για καλή τους τύχη, την ίδια μέρα ο Χαρίσης είχε σκάψει έναν λάκκο με σκοπό να φτειάξει ασβέστη. (Που να’ ξερε ότι έσκαβε στην κυριολεξία τον λάκκο του!)
Με τη σκέψη ότι ένα πτώμα, καμιά φορά, “φουσκώνει” οπότε και υπήρχε ο κίνδυνος να ανασηκωθεί το χώμα, αφού ρίξανε τον μακαρίτη στο λάκκο, ο Τζώρτζης έριξε πάνω του μεγάλες πέτρες και στη συνέχεια τον σκέπασαν με το χώμα.
Grigori Rasputin: Ο βίος και η πολιτεία του διαβόητου καλόγερου που ξελόγιαζε τις γυναίκες
Το επόμενο πρωινό, μόλις τα παιδιά της έφυγαν για το σχολείο, η Αγγελική βγήκε για μια ακόμη φορά στον κήπο. Στο σημείο όπου ήταν θαμμένος ο Χαρίσης φύτεψε κρεμμυδάκια και μια κυδωνιά.
«Εκεί που είναι η κυδωνιά πηγαίνετε και σκάψτε. Από κάτω είναι το κεφάλι του», κατέθεσε στους αστυνομικούς η Αγγελική Πάντου.
Το ψεύτικο άλλοθι
Όπως κάθε στυγνός εγκληματίας, οι δράστες ξεκίνησαν να στήνουν το άλλοθι τους.
Αρχικά πήγαν στα Ιωάννινα και έκλεισαν δωμάτιο χρησιμοποιώντας το διαβατήριο του Χαρίση. Εκεί ήταν που έκανε το λάθος ο Τζώρτζης και έδωσε το όνομα της δικής του γυναίκας.
Από τα Ιωάννινα έστειλαν και το γράμμα στην Αγγελική Πάντου, δήθεν από τον Χαρίση. Το γράμμα πράγματι ήταν γραμμένο από το θύμα και έλεγε ότι θα έφευγε για τη Γερμανία, μιας και το είχε στείλει ο ίδιος την προηγούμενη φορά που είχε φύγει μετανάστης! (Γι’ αυτό είναι σημαντικό να γράφετε πάντοτε ημερομηνίες στα γράμματά σας).
Πριν επιστρέψουν στο χωριό, ο Τζώρτζης έβγαλε ένα εισιτήριο υπεραστικού λεωφορείου για Αθήνα, στο όνομα του Πάντου.
Τέλος, από τη μέρα του φονικού και μετά φρόντιζαν να λένε στο χωριό ότι ο Χαρίσης είχε φύγει μετανάστης.
Αχ μανούλα μου γλυκιά…
Από το Αστυνομικό Τμήμα Ηγουμενίτσας όπου η Αγγελική Πάντου ήταν αρχικά προφυλακισμένη, έστειλε ένα γράμμα στα παιδιά της το οποίο τελείωνε ως εξής:
« (…) Σας γλυκοφιλώ όλα με πολύ πόνο και με την καρδιά μου. Θα σας παρακαλέσω, εγώ η μάνα σας, να μην στεναχωριέστε. Να τρώτε πολύ και εσείς τα μεγαλύτερα να προσέχετε την μικρή να μη στεναχωριέται, διότι την είχα χαδιάρα. Όπως την είχα εγώ, έτσι να την έχετε και σεις. Γεια και χαρά, αγαπημένα μου παιδιά, θα σας ξαναγράψω κάτι. Εγώ, η μάνα σας, γράφω και σας γλυκοφιλώ».
Η δίκη
Η εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στις 2 Δεκεμβρίου του 1968, στο Μικτό Κακουργιοδικείο της Κέρκυρας.
Οι δύο κατηγορούμενοι εξακολουθούσαν να ρίχνουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλον.
Η Αγγελική Πάντου έλεγε ότι τον φόνο έκανε ο Τζώρτζης για να την έχει ερωμένη ανενόχλητος, αλλά και για να καρπωθεί στο τέλος την περιουσία του μακαρίτη.
Ο Τζώρτζης από την μεριά του συνέχισε να ισχυρίζεται ότι η Αγγελική τον «ξελόγιασε» με σκοπό να βγάλει από την μέση τον άντρα της και να καρπωθεί εκείνη την περιουσία του.
Aaron Quinn Denise Huskins: Η σκοτεινή ιστορία πίσω από το American Nightmare του Netflix
Κατά τη δίκη βγήκε στη φόρα ότι ο Τζώρτζης δεν ήταν ο πρώτος εραστής της Αγγελικής από τότε που παντρεύτηκε. Συγκεκριμένα, μάρτυρες κατέθεσαν για 3 ακόμη εραστές.
Από την άλλη όμως, αποκαλύφθηκε ότι και η Λαμπρινή Πάντου πράγματι ήταν ερωμένη του θύματος.
Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε το έγκλημα ως «ιδιαζόντως ειδεχθές». Για την Αγγελική Πάντου δήλωσε ότι επρόκειτο για γυναίκα χωρίς συνείδηση ανθρωπισμού μιας και δεν έδειξε καμία μεταμέλεια, ενώ δεν δίστασε να θάψει το πτώμα του άντρα της χωρίς τύψεις, έξω από την πόρτα του σπιτιού της.
Ζήτησε να κηρυχθούν και οι δύο ένοχοι χωρίς ελαφρυντικό, όπου για την Αγγελική Πάντου πρότεινε τα ισόβια δεσμά ενώ για τον Κωνσταντίνο Τζώρτζη τη θανατική ποινή.
Η απόφαση και τα χρόνια μετά
Στις 3 Δεκεμβρίου 1968, το δικαστήριο καταδίκασε τους δύο κατηγορούμενους σε ισόβια κάθειρξη.
Και οι δύο αποφυλακίστηκαν 20 χρόνια μετά.
Για την Αγγελική Πάντου γνωρίζουμε ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. Για τον Κωνσταντίνο Τζώρτζη δεν υπάρχουν πληροφορίες.
Τα παιδιά του Χαρίση και της Αγγελικής Πάντου πήγαν σε ορφανοτροφείο, εκτός από το μεγάλο κορίτσι που δόθηκε σε μια οικογένεια στα Γιάννενα.
Η «Αναπαράσταση» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου
Το συγκεκριμένο έγκλημα ερωτικού τριγώνου ενέπνευσε τότε έναν νέο σκηνοθέτη, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, που αποφάσισε να γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία.
Στην ασπρόμαυρη ταινία, η δράση εξελίσσεται στο ανύπαρκτο χωριό Τυμφαία, ενώ για ευνόητους λόγους όλα τα πρόσωπα έχουν διαφορετικά ονόματα. Πάραυτα η ταινία περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια τα γεγονότα, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα και μια κοινωνικό- πολιτική πτυχή, ένα σκληρό αλλά ρεαλιστικό πορτραίτο της τότε ελληνικής κοινωνίας.
Η ταινία θεωρείται σταθμός για τον ελληνικό κινηματογράφο καθώς αποτελεί την πρώτη ταινία που ξεφεύγει από τις μέχρι τότε στάνταρ καθιερωμένες γραμμές του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου. Στην ουσία, η «Αναπαράσταση» χαράζει οριστικά την γραμμή ανάμεσα στον παλιό κλασικό κινηματογράφο και τον «Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο», όπως ονομάστηκε.
Ένας γδικιωμός χωρίς Σασμό: Η ματωμένη ιστορία του άγραφου νόμου της βεντέτας
Μία από τις διαφορές αυτής της μεγάλης αλλαγής είναι ότι, πλέον, αυτός που θεωρείται δημιουργός και “αφεντικό” της ταινίας δεν είναι ο παραγωγός, αλλά ο σκηνοθέτης.
Αναπαράσταση / Reconstruction (1970, διάρκεια: 110 min)
Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος.
Παραγωγή: Γιώργος Σαμιώτης
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιώργος Αρβανίτης
Μοντάζ: Τάκης Δαυλόπουλος
Πρωταγωνιστές: Τούλα Σταθοπούλου, Γιάννης Τότσικας, Θάνος Γραμμένος, Πέτρος Χοϊδάς, Μιχάλης Φωτόπουλος κ.ά.
Η αντίδραση του κοινού στην ταινία
Η «Αναπαράσταση» κέρδισε 5 βραβεία στο 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1970. Το 1971 κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας της χρονιάς στη Γαλλία (βραβείο Georges Sadoul), και απέσπασε ειδική μνεία στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου (βραβείο Fipresci).
Στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες η «Αναπαράσταση» βγήκε τον Νοέμβριο του 1970 και στην Α’ προβολή της στην Αττική «έκοψε» 12.869 εισιτήρια. Την ίδια χρονιά η «Υπολοχαγός Νατάσσα» του Νίκου Φώσκολου με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, έκοψε 751.000 εισιτήρια στην πρώτη της προβολή.
Ένα ρεκόρ που κράτησε μέχρι το 1999 (το ξεπέρασε το «Safe sex» των Ρέππα – Παπαθανασίου, το οποίο με τη σειρά του ξεπεράστηκε το 2003 από την «Πολίτικη Κουζίνα», του Τάσου Μπουλμέτη, ένα ρεκόρ που κρατάει μέχρι σήμερα με πανελλαδικά εισιτήρια γύρω στα 1.600.000).
Οι Έλληνες μετανάστες
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μέσα από την «Αναπαράσταση» παρουσιάζει ξεκάθαρα ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα εκείνης της εποχής.
Κάτω από τις δύσκολες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας στο διάστημα των δεκαετιών 1950’ – 60’, η μετανάστευση απέκτησε εκρηκτικές διαστάσεις.
Μέχρι και τότε, οι Έλληνες μετανάστες στρέφονταν κυρίως προς τις υπερπόντιες χώρες (Αυστραλία, Αμερική, Καναδάς), μετανάστευαν οικογενειακώς, και σπάνια επέστρεφαν. Τις δύο όμως αυτές δεκαετίες, οι μετανάστες ήταν σχεδόν αποκλειστικά άντρες που άφηναν τις οικογένειες τους πίσω και είχαν στόχο την συγκέντρωση χρημάτων και στη συνέχεια την επιστροφή τους στην πατρίδα.
Εδώ πλέον οι προορισμοί ήταν κυρίως χώρες της Δυτικής Ευρώπης, με πρώτη τη Γερμανία, με περισσότερους από 623.300 Έλληνες εργάτες. Ακολουθούσαν, η Σουηδία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ελβετία και το Βέλγιο.
Helen Duncan: Η αληθινή ιστορία της τελευταίας Βρετανίδας μάγισσας
Οι γυναίκες των μεταναστών έμεναν συνήθως πίσω, μόνες τους ή με τους ηλικιωμένους γονείς τους κι ένα τσούρμο παιδιά να πρέπει να φροντίσουν. Έτσι περίμεναν καθημερινά με προσμονή έξω από το σπίτι τους τον ταχυδρόμο που θα τους έφερνε νέα από το εξωτερικό και κυρίως την πολύτιμη επιταγή.
Το ελληνικό κράτος αδυνατούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα, αφού η αγορά δεν μπορούσε να απορροφήσει την υπερπροσφορά εργασίας και ταυτόχρονα ο γεωργικός τομέας ολοένα και συρρικνώνονταν. Έτσι, η επαρχεία μαράζωνε, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου ολόκληρα χωριά ερήμωσαν.
Αν και όλοι σχεδόν οι μετανάστες αυτής της περιόδου, σύμφωνα με τον ΓΙΩΡΓΟ ΛΑΜΠΡΟ και το www.crimefictionfans.com πίστευαν ότι η παραμονή τους στο εξωτερικό θα ήταν προσωρινή, λιγότεροι από το 40% ήταν τελικά εκείνοι που επέστρεψαν. Τα συγκεκριμένα στοιχεία έχουν καίρια σημασία στις μέρες μας που η Ελλάδα πλέον έχει μετατραπεί από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών.
Πηγές: tovima.gr (24.11.2008), eglima.wordpress.com (27.02.2010 & 06.03.2010), rip-people.blogspot.com (11.2012), avgi.gr (08.10.18), newsbeast.gr (10/01/2020), tempo24.news (11.01.2020), tvxs.gr (24.01.2020), bloko.gr (05.04.2020), thespro.gr (11.2005), astinomiko.gr, theoangelopoulos.gr, el.wikipedia.org, Αρχείο εφημερίδων «Η Βραδυνή», «Απογευματινή», «Ακρόπολις», «Μακεδονία», περιοδικό «Εικόνες» (10.05.1968), βιβλίο: «Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικρο-ιστορία» του Γιάννη Ράγκου (Εκδόσεις POLARIS), βιβλίο: «13 παιδιά πληρώνουν το έγκλημα – Ένα ‘ανατομικό’ ρεπορτάζ στο ορεινό Πολυνέρι της Ηπείρου», Κ. Ψαλτήρα, ταινία: «Η Αναπαράσταση», Θεόδωρου Αγγελόπουλου
Διαβάστε όλα τα άρθρα για την μηχανή του χρόνου στο Daddy-Cool.gr
Ειδήσεις σήμερα
- Grand Hotel : Ο Ιορδάνης ρίχνει μορφίνη στη σούπα του προσωπικού και τους δηλητηριάζει όλους
- Ανθή Βούλγαρη :Το άρθρο για τον Κούγια και η σύλληψη της μέσα στα γραφεία της εφημερίδας
- Σία Λιαροπούλου : Πως είναι σήμερα η βασίλισσα της cult τηλεόρασης (φωτογραφία) – Επέστρεψε στα social media και παραμένει εντυπωσιακή
- Κέλλυ Κελεκίδου : Στο νοσοκομείο η τραγουδίστρια
- Αλατοζύμη με κορν φλάουρ για Χριστουγεννιάτικα στολίδια