Lizzie Borden: Το κορίτσι που κατηγορήθηκε ότι έσφαξε τον πατέρα και τη μητριά της με 17 τσεκουριές και αθωώθηκε από το δικαστήριο, λόγω έλλειψης στοιχείων. Η πραγματική ιστορία της Λίζι Μπόρντεν στη Μασαχουσέτη του 1892, που φέρεται να σκότωσε τον πατέρα της και την μητριά της, αποτελεί ένα από τα πιο μακροχρόνια μυστήρια της αμερικανικής ιστορίας μιας και επίσημα δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.
Δείτε ακόμα: Έντουιν Ντέιβις: Ο δήμιος που εξέλιξε τη λειτουργία της ηλεκτρικής καρέκλας ψήνοντας 300 ανθρώπους
Είναι ίσως η πλέον επιδραστική -εγκληματική- γυναικεία μορφή της αμερικανικής λαϊκής και όχι μόνο κουλτούρας. Έχουν γινει ταινίες, σειρές, τραγούδια ροκ, ποπ, παιδικά, παραδοσιακά, βιβλία ιστορικά, μυθιστορήματα αλλά και τρόμου, κόμιξ, επεισόδια άλλων σειρών, ντοκιμαντέρ, όνομα συγκροτημάτων για αυτή την μικρόσωμη γυναίκα, με τα καταγάλανα ματιά που σόκαρε την αμερικανική κοινωνία του 1860.
Είναι η διαβόητη Λίζι Μπόρντεν που ακόμα και σήμερα, πέπλο μυστηρίου σκεπάζει το αν πράγματι «πήρε ένα τσεκούρι και χτύπησε τη μάνα της, 40 φορές. Όταν κατάλαβε τι έκανε, πια, πήγε στον πατέρα της και τον χτύπησε… 41», όπως λέει το παραδοσιακό αμερικανικό τραγουδάκια, που αγαπάνε πολύ τα παιδιά!
Netflix, βιβλία, κόμιξ, ταινίες, τραγούδια, συγκροτήματα
Το Netflix έκανε παγκόσμια γνωστή την ιστορία με μια εσάνς τρόμου και δινοντας στην ηρωίδα χαρακτηριστικά αιμοσταγούς, αδίστακτης σίριαλ κίλερ, όπου το «Τα χρονικά της Λίζι Μπόρντεν», με την έξοχη Κριστίνα Ρίτσι, πέρασαν στον δεύτερο κύκλο και πέρα απ την αληθινή ιστορία ανάγοντας την σε μια εγκληματική θηλυκή μπαμπούλα της αμερικανικής υπαίθρου.
Ακόμη στο Netflix, είδαμε και στο 5ο επεισόδιο του 11ου κύκλου, της σειράς «Supernatural» (Season 11×05 “Thin Lizzie”), τα αδέρφια Γουίντσεστερ να αναμετριούνται με το κακό στοιχειωμένο πνεύμα της Βικτωριανής νεαρούλας. Και ήταν ένας έτσι καυτός Ιούνιος, γεμάτος απ αυτην την υγρασία της Νέας Αγγλίας, των λιμνών και των τεράστιων αγέλαστων δέντρων, που γινόταν στον ειδυλλιακό Φολ Ρίβερ η δίκη της πολύκροτης διπλής δολοφονίας με κατηγορουμένη την ωραία 33χρονη κόρη.
Ορφανή με δύο αδέλφια, μια μητριά και έναν σκληρό πατέρα
Όλα ξεκίνησαν, μια φορά και έναν καιρό… στις 19 Ιουλίου του 1860, που γεννιέται το τρίτο παιδί του Άντριου Τζάκσον Μπόρντεν και της πρώτης του συζύγου, Σάρα Άντονι. Την ονομάζουν Ελίζαμπεθ αλλά την φωνάζουν Λίζι. Όταν το κοριτσάκι έφτασε τριών χρονών, η μητέρα της πέθανε. Ο πατέρας σύντομα θα παντρευτεί μια νεαρή, την Άμπιγκειλ Ντέρφι Γκρέι. Ο Άντριου ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας και τραπεζικό στέλεχος, αλλά είχε και επιχείρηση στην οποία έφτιαχνε και εισήγαγε φέρετρα, με τα οποία τα παιδιά του ήταν πολύ εξοικειωμένα και έπαιζαν μέσα σ αυτά, ή βοηθούσαν στην κατασκευή τους.
Δείτε ακόμα: Τζακ ο Αντεροβγάλτης ή Jack the Ripper: Ο μανιακός δολοφόνος που κατακρεουργούσε φτωχές πόρνες και τρομοκρατούσε το Λονδίνο
Ο πατέρας έβγαλε αρκετά χρήματα από την οδύνη του Αμερικάνικου Εμφυλίου Πολέμου, αγοράζοντας τις ακίνητες περιουσίες των χήρων που δεν είχαν πλέον την οικονομική δύναμη για να τις κρατήσουν, τις νοίκιαζε πίσω στις ίδιες χήρες, αυξάνοντας το ενοίκιο και στην συνέχεια τους έκανε έξωση, πετώντας στον δρόμο χαροκαμένες γυναίκες και ορφανά. Παρά τον πλούτο του, ο Μπόρντεν ήταν τσιγκούνης και μίζερος, με αποτέλεσμά να ζουν δύσκολη ζωή όλοι γύρω του.
Όταν απέκτησε δικό του σπίτι στα 1872, το κατασκευάστηκε σε τάχα μου «Ελληνικό Αναγεννησιακό ρυθμό», όπου δεν σημαίνει τίποτα και δεν θυμίζει τίποτα, σε μια μέτρια γειτονιά. Στο σπίτι ο τσιγκούνης άνδρας δεν έβαλε τρεχούμενο νερό ή τουαλέτες με καζανάκια, αν και την εποχή εκείνη όλα ήταν διαθέσιμα στους ανθρώπους της δικής του οικονομικής ευρωστίας. Ο Άντριου θεωρούσε πως όλα αυτά είναι ανούσιες πολυτέλειες.
Χρησιμοποιούσαν λάμπες με λάδι φάλαινας, δοχείο νυκτός και ζεστό νερό το οποίο ζέσταιναν στη μαντεμένια σόμπα. Θεωρώντας ότι το σπίτι είναι μεγάλο νοίκιαζε και δωμάτια, βάζοντας τις κόρες του να τα περιποιούνται, να τα καθαρίζουν και να τα αερίζουν, για να μη πληρώνει προσωπικό. Η οικογένεια αρρώσταινε συχνά μιας και τους υποχρέωνε να μη πετάνε τα σαπισμένα λαχανικά και το κρέας, αλλά να τα μαγειρεύουν και να τρώνε. Γιορτές, τραγούδια, καλά φορέματα, καπέλα και φιγούρες ήταν απαγορευμένα στο σπίτι.
Η Λίζη και η Εμμα Λενόρα, οι δυο αδελφές μόνες στον κόσμο
Ο αδελφός έχει συγκρουστεί με τον πατέρα για τα οικονομικά και έχει βγει νωρίς απ το τοπίο. Τα κορίτσια, όμως μεγάλωναν ως καλές Λουθηρανές, με το Κατηχητικό τους, τις Κυριακές και με συχνό εκκλησιασμό. Η Λίζη δέθηκε, όπως ήταν φυσικό, πολύ με την αδελφή της, την Εμμα Λενόρα, μια και τα χρόνια περνούσαν και ο τρόπος ζωής τους απέτρεπε κάθε γαμπρό από το να τις πλησιάσει.
Όποτε καλούσαν τα κορίτσια σε γιορτή ή σε χορό, ο πατέρας τους απαγόρευε να πάνε. Τα έντονα χρώματα στα αυστηρά τους ρούχα ή οι κορδέλες για κάποιο στόλισμα ήταν απαράδεκτα. Στο δρόμο για την εκκλησία δεν επιτρεπόταν να ρίξουν βλέμμα σε κανέναν νεαρό κύριο! Και ο καιρός περνούσε έτσι, σε ένα αγέλαστο σπίτι, ψυχρό και γεμάτο σκληρότητά χωρίς να ακουστεί ποτέ ένα μικρό γέλιο. Η Λίζι λάτρευε τα σκυλιά.
Δείτε ακόμα: Ο δολοφόνος του ποταμού Γκριν: Ο νεκρόφιλος serial killer που σκότωσε πάνω από 48 γυναίκες και εκτίει τη μεγαλύτερη ποινή στα χρονικά
Όταν κάποτε ζήτησε από τον πατέρα της να κρατήσει ένα κουταβάκι που είχε βρει ως συντροφιά της, εκείνο εξαφανίστηκε για πάντα χωρίς ο γονιός να καταδεχτεί να της απαντήσει καν και χωρίς ποτέ της να μάθει τι το έκανε. Κάπου εκεί, ο Άντριου και η Αμπιγκεϊλ Μπόρντεν λένε στον γιατρό τους, πως είχαν ασυνήθιστους πόνους στο στομάχι. Η Άμπιγκειλ μάλιστα είχε πει πως ίσως κάποιος προσπαθούσε να τους δηλητηριάσει. Ο γιατρός δεν είχε δώσει σημασία, μιας και ήταν παροιμιώδης η τσιγγουνιά του Μπόρντεν και οι κακές διατροφικές συνήθειες που επέβαλε στην οικογένεια του. Αρά για αυτό πονούσαν…
Το φρικτό διπλό έγκλημα στο ειδυλλιακό χωριό που ποτέ τίποτα δεν έμοιαζε να συμβαίνει
Λίγες εβδομάδες αργότερα, το πρωινό της 4ης Αυγούστου του 1892, ο Άντριου ήρθε νωρίς στο σπίτι από τη δουλειά, καθώς δεν αισθανόταν το στομάχι του καλά. Η Εμμα έλειπε σε ταξίδι. Στις 10 και 30, και φώναξε στην οικιακή βοηθό την Μπρίτζετ να του ανοίξει, γιατί το κλειδί του είχε μαγκώσει στην κλειδαριά. Η Λίζι κατέβηκε να υποδεχτεί τον πατέρα της και σύμφωνα με την κατάθεσή της, τον βοήθησε να βγάλει τις μπότες του και να ξαπλώσει στον καναπέ.
Όταν τη ρώτησε πού βρισκόταν η Άμπι, η Λίζι απάντησε ότι η μητριά της είχε αφήσει σημείωμα που έγραφε ότι θα επισκεπτόταν μια φίλη της. Ο Άντριου αποκοιμήθηκε, η υπηρέτρια Μπρίτζετ Σάλιβαν, τέλειωσε το καθάρισμα των τζαμιών του σπιτιού και επέστρεψε στο δωμάτιό της στον τρίτο όροφο για να ξεκουραστεί. Η Λίζι πήγε στην αποθήκη, να βρει εξαρτήματα για ψάρεμα. Έμεινε εκεί για περίπου 30 λεπτά, τρώγοντας αχλάδια, όπως είπε.
Στις 11:10, η Λίζι επέστρεψε στο σαλόνι όπου αντίκρισε το αιματοβαμμένο πτώμα του πατέρα της. Το κρανίο του ήταν σχεδόν διαλυμένο και το ένα του μάτι κρεμόταν πάνω στο μάγουλό του. Η Λίζι φώναξε στη Μπρίτζετ: «Κατέβα κάτω! Ο πατέρας μου είναι νεκρός! Κάποιος τον δολοφόνησε!». Βγήκαν στο δρόμο και ουρλιάζοντας, ενημέρωσαν τους γείτονες και την αστυνομία. Ο κόσμος ρώτησε την Λίζι για τη μητριά της και η απάντηση που έδωσε ήταν πως έλειπε σε μια φίλη της.
Όταν επιτέλους έφτασε η αστυνομία στο σπίτι, η Λίζι σχολίασε ότι άκουσε την πίσω πόρτα να ανοίγει και η Σάλιβαν μαζί με την γειτόνισσα Άντελαϊν Τσόρτσιλ, η οποία ήρθε να βοηθήσει και ανακάλυψαν το πτώμα της Άμπιγκειλ, η οποία ήταν στην ίδια κατάσταση με τον Άντριου. Το σώμα της Άμπιγκειλ ήταν πιο παγωμένο από αυτό του Άντριαν, πράγμα που σημαίνει πως δολοφονήθηκε πρώτη.
Η Λίζη και η αστυνομία
Αρχικά, η υποψία έπεσε σε έναν Πορτογάλο εργάτη ο οποίος εμφανίστηκε στο σπίτι νωρίτερα εκείνη την ημέρα και ζήτησε τους μισθούς του. Ο Άντριου τον έδιωξε και του είπε να έρθει αργότερα. Μετά από κάποιες μέρες, οι υποψίες έπεσαν στην Λίζι. Εκείνη, ταραγμένη αλλά πανέξυπνη, στην ανάκριση έπεφτε σε αντιφάσεις και άλλαζε την ιστορία της, τάχα από ταραχή. Τα ρούχα που φορούσε δεν ελέχθησαν, λόγω κοσμιότητας εκείνη την εποχή. Σε μια έρευνα που έγινε στις 9 Αυγούστου, η Λίζι έδωσε μπερδεμένες και αντικρουόμενες απαντήσεις στις ερωτήσεις που της έγιναν.
Δείτε ακόμα: Dorothea Puente: Η γιαγιά από την κόλαση που σκότωνε και έθαβε στον κήπο τους ενοίκους
Μια οικογενειακή φίλος είπε πως είδε την Λίζι να καίει ένα μπλε φουστάνι της στην σόμπα της κουζίνας, ισχυριζόμενη ότι ήταν καλυμμένο με «παλιά μπογιά». Η Σάλιβαν δήλωσε πως η Λίζι φορούσε ένα μπλε φουστάνι την μέρα των φόνων. Ένας φαρμακοποιός ορκίστηκε πως την παραμονή του μακελειού, η Λίζι είχε προσπαθήσει να αγοράσει υδροκυάνιο. Με την μαρτυρία του, η Λίζι πλέον κατηγορείται για διπλή δολοφονία! Δηλώνει αθώα.
Η Λίζη και η δίκη της
Η δίκη της Λίζι Μπόρντεν ξεκίνησε στις 5 Ιουνίου 1893 στη κωμόπολη Νιού Μπέντφορντ και ήταν πραγματικό πανήγυρι για τον Τύπο, που πρώτη φορά είχε να διαχειριστεί μια γυναίκα δολοφόνο με τόσο σκληρό φονικό. Τα κρανία των Μπόρντεν εμφανίστηκαν στη δίκη σαν αποδεικτικά στοιχεία, κάνοντας τη Λίζι να λιποθυμήσει. Η Εμμα κατέθεσε πως η Λίζι ήταν πολύ κοντά με τον πατέρα της και είχε γόρδιους δεσμούς με την μητριά της, αν και την αποκαλούσε παγερά «Κυρία Μπόρντεν» αντί για «Μητέρα» ή παρόμοια.
Το δικαστήριο αρνήθηκε να επιτρέψει τα βασικά αποδεικτικά στοιχεία που υποστήριζαν την υπόθεση της εισαγγελίας: την κατάθεση της Λίζι από την έρευνα και την κατάθεση του φαρμακοποιού. Η Λίζι δεν είχε καν ενημερωθεί για το δικαίωμα της να παραμείνει σιωπηλή σύμφωνα με την Πέμπτη Τροπολογία του Συντάγματος. Όμως οι δημοσιογράφοι αναδεικνύαν στον τύπο όλης της χωράς τις αντιφάσεις! Η Λίζι κατέθεσε ότι βοήθησε τον πατέρα της να βγάλει τις μπότες του πριν ξαπλώσει. Όμως όταν τον είδε η αστυνομία, ο Άντριου φορούσε ακόμα τις μπότες! Ο χρόνος που πέρασε η Λίζι στην αποθήκη άλλαζε κάθε φορά που διηγούνταν την ιστορία, από 30 λεπτά σε 20 ή σε 10!
Όμως οι αστυνομικοί παρατήρησαν ότι το πάτωμα της αποθήκης ήταν σκονισμένο, σαν να μην είχε πατήσει κανείς πάνω για μέρες. Στα στομάχια των νεκρών, δεν εντοπίστηκε δηλητήριο και το δικαστήριο άρα η υπόθεση του υδροκυανίου και της κατηγορίας για δηλητήριο ήταν ψεύτικη. Στις 20 Ιουνίου του 1893, οι ένορκοι συνεδρίασαν για 90 λεπτά και κατέληξαν ότι η Λίζι Μπόρντεν ήταν αθώα!
Πέτρες στα παράθυρα, τραγούδια στους δρόμους και πλάτες γυρισμένες, αλλά η Λίζη ζει τη ζωή της…
Η ζωή μετά την δίκη, όμως δεν ήταν καλή για Λίζι, που αν και νομικά είναι απαλλαγμένη, βρέθηκε απομονωμένη από την υπόλοιπη κοινότητα, με τους ανθρώπους να την αποφεύγουν και τα παιδιά να την κυνηγούν τραγουδώντας το περιβόητο τραγουδάκι «Lizzie Borden took an axe and gave her mother forty whacks. When she saw what she had done, she gave her father forty-one» ή να πετουν πετρες στο σπίτι της. Τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν, και μάλιστα ορισμένα ανέφεραν ότι η Έμμα και η Λίζι είχαν οικονομικό κίνητρο για τους φόνους και αυτό το έκαναν ξεκάθαρο με το να σκοτώσουν πρώτη την Άμπιγκειλ.
Αν την σκότωναν δεύτερη, τότε η οικογένεια της νεκρής, θα κληρονομούσε την περιουσία του πατέρα τους και όχι οι δυο τους. Παρ όλα αυτά η Λίζι, δεν δείχνει να πτοείται ιδιαίτερα. Ράβει ωραία φουστάνια. Πηγαίνει στην Βοστώνη και αγοράζει στολίδια και καπέλα. Πείθει την αδελφή της και αγοράζουν μια κομψότατη, μοντέρνα βίλα με 8 υπνοδωμάτια, στο καλύτερο σημείο του Φολ Ρίβερ, αρνούμενη να αλλάξει τόπο διαμονής. Παρακολουθεί όλα τα θέαμα που επισκέπτονται τη μικρή πόλη και συχνά καλεί ηθοποιούς, καλλιτέχνες και συγγραφείς στο σπίτι της σε φασαριόζικα πάρτι που συζητιούνται σ όλο το Ρίβερ Φολς. Φυσικά γύρω της οι φήμες και οι θεωρίες γιγαντώνονται…
Δείτε ακόμα: Burial: Η μυστηριώδης εξαφάνιση των νεκρών και ζωντανών κατοίκων ολόκληρου του χωριού που παραμένει ανεξήγητη μέχρι και σήμερα
Θεωρίες μυστηρίου
Λοιπόν; 127 χρόνια αργότερα από το πρώτο διπλό φονικό που διέπραξε γυναίκα στις ΗΠΑ, διάφορες θεωρίες συνεχίζουν να εξηγούν αιτία, τον τρόπο εγκλήματος, το γιατί το έκανε η Λίζι και αν πράγματι ήταν αυτή η δολοφόνος. Η συγγραφέας Βικτώρια Λίνκολν ανέπτυξε μια θεωρία το 1967 ότι η Μπόρντεν θα μπορούσε να έχει διαπράξει τους φόνους ενώ ήταν σε πλήρως ασυνείδητη κατάσταση.
Μια άλλη θεωρία θέλει τον πατέρα να κακοποιούσε σεξουαλικά τις κόρες και για αυτό να τις είχε τόσοι περιορισμένες και να μην ήθελε να παντρευτούν. Το θέμα της αιμομιξίας, ταμπού φυσικά για την εποχή, δεν είχε συζητηθεί τότε, αλλά είχε υπονοηθεί στις τοπικές εφημερίδες τη περίοδο της δίκης και επανεξετάστηκε από ιστορικό Μαρσία Γκάρλισλε σε μελέτη της το 1992. Ο συγγραφέας μυστηρίου Εντ Μακ Μπέιν, στο μυθιστόρημα του «Λίζι» 1984, γράφει πως η νεαρή γυναίκα διέπραξε τις δολοφονίες αφού πιάστηκε από την μητριά της, σε μια ερωτική περίπτυξη με την οικονόμο, την Σάλιβαν και αφού τις χλεύασε με αποτροπιασμό, απείλησε να το πει στον πατέρα της.
Ο συγγραφέας ισχυρίστηκε πως η η Σάλιβαν θα ήταν αδύνατον να μην άκουσε δύο ανθρώπους να φωνάζουν ενώ τους δολοφονούν με τέτοια αγριότητα, ενώ εκείνη πρεπει να βοήθησε την Λίζι να εξαφανίσει το τσεκούρι. Όσον αφορά σ αυτην την εκδοχή, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της, συζητιόταν ευρέως πως η Λίζι ήταν λεσβία.
Η θυελλώδης φιλία με την πρωταγωνίστρια Νάνσυ Ο Νιλ, η αποχώριση της Εμμας και η εξομολόγηση της υπηρέτριας
Το 1904, η πρωταγωνίστρια και πολύ γοητευτική γυναίκα Νάνσυ Ο’ Νιλ, ενώ είναι σε θεατρική περιοδεία στην Βοστώνη, γνώρισε τη Λίζι. Εγιναν σχεδόν κεραυνοβόλα αχώριστες, έτσι, ώστε να βουίξει τόσο η τοπική κοινωνία, όσο και ο θεατρικός κόσμος από κουτσομπολιά.
Μάλιστα το 1905, λίγο μετά από ένα πάρτι που είχε δώσει η Λίζι για την Νάνσυ, με την οποία δεν έκρυβε πως ήταν παθιασμένη, η αδελφή της, η Εμμα φαίνεται να θύμωσε τόσο πολύ, που έφυγε από το σπίτι, πήγε να μείνει σε χωριό του Νιου Χαμσάιρ, στο Νιου Μαρκετ και δεν ξαναείδε ποτέ την αδερφή της. Μάλιστα άλλαξε και το επίθετο της με το κοινότατο Σμιθ, γιατί όπως ανέφερε, δεν άντεχε να συνδέεται με την Λίζι με τίποτα πια.
Όμως για την Σάλιβαν, ποτέ δεν ακούστηκε τίποτα τέτοιο, αντίθετα, μετα τους φόνους, έφυγε μακριά και δουλεύοντας ξανά ως υπηρέτρια στην ορεινή πολιτεία της Μοντάνα, παντρεύτηκε έναν νεαρό αγρότη. Λίγο πριν πεθάνει, εκεί, στο Μπούτε της Μοντάνα, εκμυστηρεύτηκε στην αδερφή της, ότι είχε αλλάξει την κατάθεσή της για τους φόνους, για να προστατεύσει την Λίζι.
Η Λίζι κάνει πολλά λεφτά και το γλεντάει
Η Λίζι έχει ένα λουσάτο σπίτι, με πολυπληθές υπηρετικό προσωπικό, αγαπημένα σκυλιά που πια μπορεί να έχει ελεύθερα και μαζί της διαρκώς, πολλά χρήματα, σε σημερινά λεφτά περίπου 5.000.000 δολάρια, δυο σπίτια, πολλά κτίρια με γραφεί και καταστήματα, μετοχές, δύο αυτοκίνητα, μια τεράστια συλλογή κοσμημάτων. Φαινόταν να απολαμβάνει την δημοσιότητα και κρατούσε αποκόμματα εφημερίδων που αναφέρονταν σ εκείνη και εκδόσεις, ενώ είχε παντού στο σπίτι πορτρέτα και φωτογραφίες της.
Δείτε ακόμα: Clark Olofsson ο ληστής που ενέπνευσε το Σύνδρομο της Στοκχόλμης: Η αληθινή ιστορία των ομήρων που λάτρεψαν τους απαγωγείς τους
Πέθανε από πνευμονία την 1η Ιουνίου 1927, στο Φολ Ρίβερ που είχε περάσει όλη της την ζωή. Στην κηδεία βρέθηκαν ελάχιστοι άνθρωποι. Ήταν 67 ετών. Εννέα, μόλις, ημέρες αργότερα, πέθανε και η Εμμα, ύστερα από χρόνια νεφρίτιδα, σε ηλικία 76 ετών, σε ένα οικοτροφείο ηλικιωμένων στο Νιουμάρκετ, στο Νιου Χαμσάιρ, οπού είχε καταφύγει για να χαθούν τα ίχνη της και να αποφύγει την ανανεωμένη δημοσιότητα μετά τη δημοσίευση του ενός ακόμη βιβλίου για τις δολοφονίες. Οι δυο αδελφές έσμιξαν μετα θάνατον, μεταξύ τους και με όλη την οικογένεια, αφου θάφτηκαν δίπλα στους γονείς τους, αλλά και στην δεύτερη γυναίκα του πατέρα τους, στο Όουκ Γκρόουβ του Φολ Ρίβερ.
Το στοίχειωμα…
Η Λίζι άφησε περισσότερο από μισό εκατομμύριο δολλάρια στο Καταφύγιο Ζώων της περιοχής της, ένα καταπίστευμα στο νεκροταφείο για να φροντίζεται ο οικογενειακός τάφος και από σημαντικά μέχρι μικρότερα ποσά σε ένα αγαπημένο της ξάδελφο και σε διαφορά μέλη της οικογένειας της. Μετα τη δίκη της δεν ξαναμίλησε ποτέ για τους φόνους, δεν έδωσε κατάθεση ξανά, ούτε μίλησε σε δημοσιογράφους και συγγραφείς παρά τις συνεχείς τους κρούσεις. Το σπίτι των φόνων το 1996, αγοράστηκε από τους Ντόναλντ Γουντ και Λι Ανν Ουίλμπερ, οι οποίοι το λειτουργούν ως μουσείο.
Φυσικά και το διαφημίζουν ως στοιχειωμένο, σύμφωνα με το spotlightpost.com με κρύα ρεύματα αέρα και αλλαγές στις θέσεις αντικειμένων στα δωμάτια, πόρτες να ανοίγουν και να κλείνουν από μόνες τους, κούπες και τα φλιτζάνια να μετακινούνται από μόνα τους, και κάτι φαντάσματα να κόβουν βόλτες. Το άλλο σπίτι, το αγαπημένο της Λίζι, πρόσφατα είχε βγει προς πώληση και φωτογραφίες του κατέκλυσαν το διαδίκτυο. Η διασημότητα δεν εγκαταλείπει την Λίζι Μπόρντεν ούτε μετα θάνατον, που φαίνεται να διέπραξε ατιμώρητα φονικά, να απόλαυσε μια εύπορη ζωή και να μην ένιωσε τύψεις ούτε στιγμή ώστε να παραμείνει στον τόπο που υπήρξε το σκηνικό του μακελειού με το τσεκούρι του πατέρα και της μητριάς της…
Δείτε ακόμα: Καρλ Πάνζραμ: Ο πιο διεστραμμένος σαδιστή serial killer Το τέρας χωρίς ψυχή που σκότωσε, έκλεψε, σοδόμισε και παρέμεινε αμετανόητος μέχρι το τέλος
Και παρ. ότι η δεύτερη λιγότερο γνωστή στροφή του ανατριχιαστικού παιδικού τραγουδιού λέει πως «ο Άντριου Μπόρνετ είναι τώρα νεκρός, η Λίζι του κομμάτιασε το κεφάλι, αλλά αυτός στον ουρανό θα τραγουδήσει και εκείνη στην αγχόνη θα αιωρηθεί και θα ξεψυχήσει», δεν έγινε έτσι. Πέθανε στο πολυτελές κρεββάτι της με παροιμιώδη γαλήνη…
Διαβάστε όλα τα άρθρα για την μηχανή του χρόνου στο Daddy-Cool.gr
Ειδήσεις σήμερα
- Νεκρό 10χρονο παιδί ξαφνικά από ανακοπή
- Οι 7 σειρές που τελειώνουν οριστικά τον Δεκέμβριο – Ποιες τις αντικαθιστούν
- Ντύσιμο Δεκέμβριου 2024: 15 festive ιδέες από την δουλειά μέχρι το ρεβεγιόν
- Αμαλιάδα : Ραγδαίες εξελίξεις – Συνελήφθη η Ειρήνη Μουρτζούκου – Βίντεο από τη σύλληψη
- Νεκρό 10χρονο παιδί ξαφνικά από ανακοπή