Παρά το τεράστιο υποκριτικό της ταλέντο ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος χαμηλών τόνων, που πάντα είχε έναν καλό λόγο για τους άλλους.
«Ήταν πάντα πολύ περιποιημένη, πολύ ωραία ντυμένη. Καθωσπρέπει. Όπου κι αν πάτησε το πόδι της, στο θέατρο, στο σινεμά και στην τηλεόραση, τη λατρέψανε», είχε τονίσει η Ροζίτα Σώκου μιλώντας στον Αντώνη Πρέκα, στο βιβλίο-αφιέρωμα «Σαν παλιό σινεμά».
Κυρία πραγματική στη ζωή και στο θέατρο, στο σινεμά ήταν άλλη ιστορία, γιατί την ώρα που έκανε την καλή και χαριτωμένη στην «Αλίκη στο Ναυτικό», ήταν εντελώς στριμμένη στη «Σωφερίνα»! Αυτές τις πινελιές έδινε η Λαμπροπούλου στο σινεμά και στις ταινίες με τη διαχρονική της συνεργάτιδα, Αλίκη Βουγιουκλάκη, με την οποία ταύτισε εξάλλου μεγάλο μέρος της σπουδαίας της καριέρας. Όσο για την Αλίκη, την επιστήθια φίλη της, δεν νοούσε να βγει στο σανίδι αν δεν μιλούσε πρώτα με την Καιτούλα της, όπως την αποκαλούσε. Την Καιτούλα των χαμηλών τόνων με την τόση σοφία ζωής!
Γοητευτικότατη και σύζυγος αξεπέραστου κωμικού ηθοποιού : Ο έρωτας ,η λαμπρή πορεία στον Ελληνικό κινηματογράφο και το θλιβερό τέλος
Η Καίτη Λαμπροπούλου ξεκίνησε να εργάζεται στο θέατρο από 16 ετών
Η Καίτη Λαμπροπούλου πρωτοπάτησε το θεατρικό σανίδι σε ηλικία 16 ετών και έλαβε την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος ως εξαιρετικό ταλέντο. Το θέατρο το έμαθε δίπλα στον Κάρολο Κουν και τον Δημήτρη Ροντήρη, στο Θέατρο Τέχνης και στο Εθνικό Θέατρο, δίπλα στην Κατερίνα και στον Βασίλη Λογοθετίδη. Το δροσερό κορίτσι γρήγορα μεταμορφώθηκε σε μια μπριόζα καρατερίστα και αυτό της εξασφάλισε ρόλους για πολλές δεκαετίες. Ως το τέλος της ζωής της σχεδόν δεν σταμάτησε να εμφανίζεται στο θέατρο, στο σινεμά και στην τηλεόραση, ενώ ήταν μια από τις γλυκές και αγαπημένες παρουσίες για το ελληνικό κοινό και τους συναδέλφους της.
Γύρισε καμιά σαρανταριά ταινίες, πάντα προσεκτικά επιλεγμένες, μιας και ανησυχούσε πάντα μήπως «καεί» υποκριτικά από την προχειροδουλειά του κινηματογράφου. Κι έτσι παρά τις προτάσεις, έκανε μία, το πολύ δύο, ταινίες τον χρόνο, μέχρι το 1988 που σταμάτησε τους κινηματογραφικούς ρόλους.
Η Φίνος Φιλμ μιλάει πάντως για 85 ταινίες που έχουν τη Λαμπροπούλου στους τίτλους τέλους τους.Ξεχωρίζουν οι ρόλοι της στα φιλμ «Ο ζηλιαρόγατος» (1956), «Μανταλένα» (1960), «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), «Η σωφερίνα» (1964), «Η γυνή να φοβήται τον άντρα» (1956), «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο» (1968), «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971), «Η Μαρία της σιωπής» (1973) κ.ά.
Η Καίτη Λαμπροπούλου μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη
Η Καίτη (Αικατερίνη) Λαμπροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Αυγούστου 1926 στους Επιβάτες της Θράκης, αλλά μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά της λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων του πατέρα της.Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας Λαμπροπούλου με πρώτο τον αδερφό της Ηρακλή και τρίτη την αδερφή της Τοτό.
Πέντε χρόνια αργότερα, η ευκατάστατη φαμίλια επιστρέφει στην Αθήνα και εγκαθίσταται οριστικά στο κέντρο της πόλης.
Ελένη Ανουσάκη:«Η Αλίκη ήθελε πλήθος και φίλους πλήρους απασχόλησης»
Η επαγγελματική της πορεία
Το 1942, ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια, ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής στο θέατρο Τέχνης, κρυφά από την οικογένειά της. Συμμετείχε στην πρώτη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης μαζί με τον Κάρολο Κουν, την σεζόν 1942-1943, στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν. Ήταν ένα ζουμερό κορίτσι και παρέμεινε μια ευτραφής κυρία. Την εποχή εκείνη της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ζαχαρομπακλαβάς».
Ο πατέρας είναι όμως αυστηρών αρχών και η Καιτούλα ό,τι κάνει, το κάνει στα κρυφάΌταν μάλιστα στις 7 Οκτωβρίου 1942 ντεμπουτάρει στο Θέατρο Αλίκης η παρθενική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, όλοι αναγνωρίζουν το ταλέντο της μικρής Καίτης: οι κριτικές της εποχής μιλούσαν με διθυράμβους για τη 16χρονη μικρή του Κουν λέγοντας ακόμα, με μια δόση υπερβολής, ότι είχε γεννηθεί η νέα Κυβέλη!
Και ήταν ο ίδιος ο Κουν αυτός που ανέλαβε το δύσκολο έργο να ενημερώσει την οικογένεια Λαμπροπούλου ότι η κόρη τους ήθελε να γίνει θεατρίνα. Ο πατέρας έξαλλος, η μητέρα κλαίει γοερά, όταν πάντως τη βλέπουν πάνω στη σκηνή, καταλαγιάζουν οι ανησυχίες τους.
Με το Θέατρο Τέχνης συνεργάστηκε στα έργα «Σουάνεβιτ» του Στρίντμπεργκ, «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Σεβαστίκογλου, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου, «Το πρώτο έργο της Φάννυ» του Σω, «Δεν μπορείς να ξέρεις» του Σω, «Χαρούμενα νιάτα» του Πιζέ, «Βρικόλακες» του Ίψεν.
Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Ροντήρη και πήρε μέρος στις παραστάσεις: «Φοιτηταί» του Ξενόπουλου, «Ζητείται υπηρέτης» του Μπάμπη Άννινου, «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Ροστάν «Το φιντανάκι» του Παντελή Χορν, «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, «Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής» Μολιέρου, «Οι Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ» του Σέξπιρ κ.ά. Ακολούθησε τον Ροντήρη στην Ελληνική Σκηνή, αλλά συνεργάστηκε και με άλλους θιάσους σε πολλές παραστάσεις.
Στον κινηματογράφο έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1951 στην δραματική ταινία του Νίκου Τσιφόρου «Το παιδί μου πρέπει να ζήσει». Το 1956, πρωταγωνίστησε στον ρόλο της Κρουστάλλως δίπλα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο βουκολικό δράμα του Ηλία Παρασκευά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», που ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.
Απαράμιλλη ομορφιά: Η Τζένη Καρέζη σε μια σπάνια ασπρόμαυρη φωτογραφία με κοντό αγορίστικο μαλλί!
Ξεχώρισε για τις ερμηνείες της σε ταινίες όπως «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952), «Ο ζηλιαρόγατος» (1956), «Μανταλένα» (1960), «Τρίτη και 13» (1963), «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971), «Η Αλίκη δικτάτωρ» (1972) και «Η Μαρία της σιωπής» (1973). Εμφανίστηκε σε πολλές τηλεοπτικές σειρές καθώς και στο περίφημο «Θέατρο της Δευτέρας».
Η συνεργασία με τον Ροντήρη
Τον δάσκαλό της Ροντήρη τον ακολούθησε μάλιστα αμέσως στην Ελληνική Σκηνή που ίδρυσε το 1950, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με άλλους μεγάλους θιάσους, όπως της κυρίας Κατερίνας, του Δημήτρη Χορν, του Βασίλη Λογοθετίδη, της Έλλης Λαμπέτη κ.ά. Το θέατρο το λάτρευε, τον κινηματογράφο ωστόσο τον σνόμπαρε, γιατί ήταν πρωτίστως θεατρική ηθοποιός και μόνο πάνω στο σανίδι δικαιωνόταν οι κόποι και οι πρωταγωνιστικοί της ρόλοι.
Για το σινεμά δεν έτρεφαν εξάλλου καμία εκτίμηση ούτε ο Κουν ούτε ο Ροντήρης, κι έτσι όταν κατέφταναν οι κινηματογραφικοί παραγωγοί με προτάσεις για τη Λαμπροπούλου, μόνο με τις πέτρες που δεν τους έπαιρναν οι μεγάλοι μας θεατράνθρωποι! Κι έτσι παρά την τεράστια απήχησή της στο θέατρο, κινηματογραφικά ήταν παντελώς άγνωστη.
Στο πανί θα έβγαινε μάλιστα μόνο επειδή το θέλησε η μοίρα. Η Λαμπροπούλου είχε γείτονα τον Τσιφόρο, ο οποίος της χτυπά μια μέρα του 1951 την πόρτα του σπιτιού της, για να την ξεμοναχιάσει από τον Ροντήρη, και της προτείνει να παίξει σε μια ταινία που είχε στα σκαριά, το μελόδραμα «Το παιδί μου πρέπει να ζήσει». Εκείνη ντράπηκε να του πει κατάμουτρα «όχι», κι έτσι του είπε «ναι»!
Η Καίτη Λαμπροπούλου έλαβε το τιμητικό έπαθλο “Κυβέλη”
Στις 20 Δεκεμβρίου 2004, απονεμήθηκε στην ίδια και τη Σμαρούλα Γιούλη το έπαθλο “Κυβέλη” για τη συνολική τους θεατρική προσφορά.Έτσι υποδέχθηκε και το βαρύτιμο θεατρικό βραβείο «Κυβέλη» το 2004 για τη συνολική προσφορά της, απλά και όμορφα. Ναι μεν καμάρωνε, αλλά δεν στεκόταν εκεί. Όπως δεν στεκόταν και στις κακίες και τις μικρότητες του θεάματος, έχοντας πάντα έναν καλό λόγο για όλους: «Όλα ήταν υπέροχα, δεν έχω να θυμηθώ κάτι άσχημο», είπε σε συνέντευξή της για τη μακρά διαδρομή της σε πανί, σανίδι και γυαλί
Ο γάμος της Καίτης Λαμπροπούλου με τον Γεώργιο Ρούσσο
Ήταν στην Ελληνική Σκηνή του Ροντήρη που θα γνώριζε τον μακροχρόνιο συνεργάτη του, θεατρικό συγγραφέα, δημοσιογράφο, αρχισυντάκτη, σεναριογράφο (όπως της κινηματογραφικής «Μανταλένας») και δοκιμιογράφο Γιώργο Ρούσσο. Ο Ρούσσος είχε γράψει τον «Πρωτευουσιάνο» που ανέβαζε ο Ροντήρης στο θέατρό του και ο έρωτας μεταξύ τους ήταν κεραυνοβόλος!
Μέμα Σταθοπούλου: Το τραγικό φινάλε της Ελληνίδας «Μπριζίτ Μπαρντό» που θα ξεπερνούσε τη Ζωή Λάσκαρη
Οι δυο τους παντρεύτηκαν γρήγορα, με κουμπάρο τον Χρήστο Λαμπράκη, και πέρασαν όλη τους τη ζωή μαζί, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια του καλλιτεχνικού χώρου. Εκείνος έγραφε, όπως τα «Τρίτη και 13» (1954), «Ευτυχώς τρελάθηκα» (1956), «Βασίλισσα Αμαλία» (1958), «Μαντώ Μαυρογένους» (1959), «Θεοδώρα η Μεγάλη» (1968) κ.λπ., κι εκείνη πρωταγωνιστούσε.
Τριάντα χρόνια στο πλευρό του Γεώργιου Ρούσσου πέρασε μια ζωή ευτυχισμένη. «Η ζωή μαζί του είχε ενδιαφέρον, ούτε μια στιγμή δεν αισθάνθηκα να βαριέμαι, είτε στα καλά του είτε στα άσχημά του», έλεγε. «Είμαι δεμένη με τη μνήμη του. Έχουν περάσει κοντά 20 χρόνια από το θάνατό του κι εγώ είμαι ακόμη μαζί με τον Γεώργιο Ρούσσο. Κουβεντιάζουμε μαζί…».
Τα στερνά της χρόνια τα πέρασε μακριά από τα καλλιτεχνικά δρώμενα και το αγαπημένο της κέντρο της Αθήνας
Η Καίτη Λαμπροπούλου πήγε να ζήσει στον Διόνυσο, στο σπίτι της αδερφής της.
Εκεί θα περάσει τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής της κάνοντας την τελική σούμα: «Η αλήθεια είναι ότι ώρες ώρες αισθάνομαι και λίγη κούραση. Ε, υπάρχει και λίγη μοναξιά, αλλά μπορώ να πω ότι την αγαπώ τη μοναξιά μου. Άρχισα να την αγαπώ, γιατί σε βοηθάει κάποια στιγμή να κάνεις τον απολογισμό της ζωής σου. Τι πέρασες, πώς έζησες…».
Η Ζακυνθινή αρχόντισσα του θεάτρου και του σινεμά : Η ζήλεια της Βουγιουκλάκη, το παράπονο του παιδιού της και το πένθος στα γενέθλιά της
Η κατάληξη το 2011
Η Καίτη Λαμπροπούλου πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 2011 σύμφωνα με το enimerotiko.gr , σε ηλικία 84 ετών από ανακοπή καρδιάς. Μέχρι τον θάνατό του ήταν παντρεμένη με τον δημοσιογράφο και ιστορικό Γεώργιο Ρούσσο (1910-1984). Πέταξε στα 85 της χρόνια, αθόρυβα, όπως της άρεσε και στη ζωή, στη γειτονιά των αγγέλων για να τον συναντήσει. Όπως τόσους και τόσους αγαπημένους φίλους και φίλες της που βρίσκονται εκεί. Πρώτη από όλους την Αλίκη της.