Βασίλης Λυμπέρης: Ο τελευταίος βαρυποινίτη που εκτελέστηκε στην Ελλάδα. Η σπαρακτική κραυγή της μάνας του αδίστακτου φονιά που για εκείνη όμως ήταν το παιδί της ράγισε καρδιές. Στις 25 Αυγούστου 1972 ο Βασίλης Λυμπέρης είδε για τελευταία φορά την ανατολή του ηλίου. Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς είχε κάψει την πεθερά του, την γυναίκα του και τα παιδιά του. Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.
Στης 25 Αυγούστου του 1972 ο θανατοποινίτης Βασίλης Λυμπέρης οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Λυμπέρης ήταν μόνο 27 χρόνων και η εκτέλεση του έμεινε στην Ιστορία ως ο επίλογος της θανατικής καταδίκης στην χώρα μας.
ΓΝΩΡΙΜΙΑ,ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΖΥΓΙΟ:
Ο Βασίλης Λυμπέρης ήταν ένας ατίθασος για την εποχή του νέος, ο οποίος σε νεαρή ηλικία εγκλωβίστηκε στην ρουτίνα του γάμου.
Με την γυναίκα του την Βασιλική Μάρκου γνωρίστηκε το 1967 στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν οι πατεράδες τους στα διπλανά κρεβάτια. Ο πατέρας της Βασιλικής δεν τον ήθελε για γαμπρό του γιατί του φαίνονταν σκληρός άνθρωπος. Το ζευγάρι έζησε πολύ ευτυχισμένα τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου τους. Ο Βασίλης με τα χρήματα των πεθερικών του άνοιξε μαγαζί με μπαταρίες αυτοκινήτων.
Δείτε ακόμα: Σαν σήμερα 11η Σεπτεμβρίου: Το αποτρόπαιο τρομοκρατικό χτύπημα και οι θεωρίες συνωμοσίας που επικρατούν είκοσι δύο χρόνια μετά
Γρήγορα όμως η επιχείρηση έκλεισε γιατί ο Βασίλης δεν πήγαινε στην δουλειά του και τον τρίτο χρόνο αναγκάστηκαν να πουλήσουν δύο χωράφια για να τα βγάλουν πέρα. Τα δυο παιδιά τους έφεραν ακόμα πιο πολλά προβλήματα για τον Βασίλη που προτιμούσε να διασκεδάσει παρά να αναλαμβάνει τις οικογενειακές του ευθύνες. Χαλούσε τα λεφτά του στον τζόγο, λεφτά που προορίζονταν για να πληρωθούν λογαριασμοί του σπιτιού του. Οι καυγάδες με την γυναίκα του ήταν όλο και πιο συχνοί, οι τοίχοι του σπιτιού του δεν τον χωρούσαν άλλο.
Ένα άλλο περιστατικό, από τα πολλά που είχαν γίνει στο ζευγάρι, ήταν όταν ο Λυμπέρης έβαλε έναν φίλο του να παραστήσει τον εφοριακό και να ζητήσει από την Βασιλική 100 χιλιάδες δραχμές λέγοντας της ότι άμα δεν του τα δώσει, ο Βασίλης θα μπει στην φυλακή. Η Βασιλική κάτι υποψιάστηκε αλλά έδωσε τα χρήματα. Όταν έμαθε μετά από μέρες ότι πραγματικά ήταν ιδέα του άντρα της εξοργίστηκε πάρα πολύ με τον άνθρωπο που είχε κάνει μαζί του δύο παιδιά. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο της υπόθεσης είναι το μίσος του Λυμπέρη προς την πεθερά του που την αποκαλούσε <<δαίμονα>>.
ΤΟ ΈΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΟΙ:
Ο γάμος του Βασίλη με την Βασιλική είχε φτάσει στο τέλος του. Αν και εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο να χωρίσει ένα ζευγάρι. Η Βασιλική επέμενε και έδιωξε από το σπίτι τον Λυμπέρη. Ο Λυμπέρης μετακόμισε σε μια πανσιόν στην Αθήνα στην οδό Σωνιέρου όπου έμεινε μαζί με άλλους δύο συγκάτοικος που έμελλε να είναι οι συνεργοί του στο έγκλημα. Στην νέα του γειτονιά εκτός από τους απλούς μεροκαματιάρηδες υπήρχαν πολλοί οίκοι ανοχής, ιερόδουλες και κάθε λογής περιθωριακοί και απόκληροι της ζωής.
Εκεί μέσα στην αθλιότητα καταστρώθηκαν τα σχέδια του φοβερού εγκλήματος. Στης 18 Ιανουαρίου του 1972 είχε ορισθεί να εκδικαστεί το διαζύγιο. Ο Λυμπέρης γνώριζε ότι η γυναίκα του είχε μεγάλη περιουσία και ότι θα ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει διατροφή για τα δύο παιδιά του. Όλα αυτά άρχιζαν να τον εξοργίζουν και αποφάσισε να καταστρέψει την πηγή του κακού που γι’ αυτόν ήταν η πεθερά του. Το σχέδιο του ήταν να βάλει φωτιά στο σπίτι όταν θα ήταν και η πεθερά του μέσα έτσι ώστε να φανεί σαν ατύχημα.
Εκείνη την εποχή τα σπίτια θερμαίνονταν με σόμπες και με άλλες πρωτόγονες θερμάστρες, έτσι οι πυρκαγιές ήταν σύνηθες φαινόμενο. Συνεργοί του ήταν άλλα δύο άτομα και το κίνητρο τους ήταν, όπως ομολόγησαν, η υπόσχεση του Λυμπέρη να τους αγοράσει από μια λιμουζίνα με τα χρήματα της γυναίκας του.
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΝΥΧΤΑ:
Από τότε που το ζευγάρι χώρισε η πεθερά του Λυμπέρη μαζί με την Βασιλική και τα δύο παιδιά έμεναν συχνά μαζί. Ο Λυμπέρης μαζί με τους συνεργούς του φτάσανε στο σπίτι γύρο στης δύο τα ξημερώματα. Ο Λυμπέρης έχοντας τα κλειδιά από το σπίτι της Βασιλικής μαζί με έναν από τους συνεργούς του μπήκαν στο σπίτι και άρχιζαν να λούζουν τα δωμάτια με την βενζίνη που είχαν μαζί τους. Αμέσως προκλήθηκε ανάφλεξη και δυνατή έκρηξη από την οποία τραυματίστηκαν ελαφριά και οι δύο δράστες, οι οποίοι αποχώρησαν γρήγορα στην πανσιόν στην οδό Σωνιέρου.
Εκεί πέταξαν τα ρούχα τους και έπεσαν να κοιμηθούν ώστε να πάνε κανονικά την επόμενη μέρα στην δουλειά. Ο Λυμπέρης κατάφερε να κοιμηθεί αν και είχε κάψει τα δύο του παιδιά. Την επόμενη μέρα ο Γιωργάκης θα γινόταν ενός έτους και η κόρη του Παναγιώτα ήταν μόλις δυόμισι ετών.
ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ:
Ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε μέσα στο σπίτι ήταν ο αδερφός της Βασιλικής. Έντρομος αντίκρισε νεκρή την μάνα του και τα δύο του ανίψια ενώ η αδερφή του χαροπάλευε. Στο νοσοκομείο οι γιατροί δεν της έδωσαν καμία ελπίδα. Εκείνη όμως έζησε όσο έπρεπε για να αποκαλύψει τον δολοφόνο της μάνας της και των παιδιών της. Δίπλα της στάθηκε και η αδερφή Φιλοθέη, μία καλόγρια που ήταν φίλη της Βασιλικής.
Η αδερφή Φιλοθέη προσπαθούσε να παρηγορήσει την βαριά άρρωστη.<<Ζουν τα παιδιά μου;>> Ήταν η πρώτη ερώτηση όταν συνήλθε.<<Ναι>>ήταν η απάντηση της καλόγριας, η οποία ήξερε ότι η ανιψιά της δεν θα ζούσε πολύ καιρό για να καταλάβει το ψέμα που της είπε.
Η αδερφή Φιλοθέη ρώτησε την Βασιλική <<ποιος το έκανε, κόρη μου;>>Η Βασιλική με όση δύναμη της είχε απομείνει αποκάλυψε την αλήθεια<<αυτός ήρθε την νύχτα και μας έκαψε. Ο άντρας μου. Ξύπνησα από ένα παφ που άκουσα στο δωμάτιο. Οι φλόγες ξεπήδησαν ανάμεσα σε εμένα και στα παιδιά μου. Πήδησα σαν τρελή για να τα σώσω.>>.Η καλόγρια κάλεσε αμέσως την αστυνομία και της πήρε κατάθεση. Η Βασιλική πιστεύοντας ότι τα παιδιά της θα ζήσουν ψιθύρισε στην θεία της :<<Μην του κάνετε κακό…..>> Ήταν τα τελευταία λόγια της.
Δείτε ακόμα: Μαριάμ Σουλακιώτη: Η Ελληνίδα Ρασπούτιν Η μοναχή serial killer που καταδικάστηκε για 150 θανάτους κοριτσιών
Η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ:
Η χωροφυλακή αμέσως αναζήτησε τον Λυμπέρη ο οποίος είχε πάει κανονικά στην δουλειά του εκείνο το πρωί. Στο πρόσωπο του είχε εγκαύματα. Μόλις είδε τον πατέρα του του είπε:<< Κοίτα να δεις σημάδι!!Κάηκα από το καμινέτο στο πρόσωπο και κάηκε και η οικογένεια μου. Λες να βρω κανέναν μπελά με αυτήν την σύμπτωση;>>
Το ίδιο σενάριο υποστήριξε και στην χωροφυλακή, αλλά την υπόθεση την είχε αναλάβει ένας έμπειρος αξιωματικός που είχε διαλευκάνει σειρά εγκλημάτων. Μόλις αποδείχτηκε ότι ο Λυμπέρης έλεγε ψέματα το έργο των αστυνομικών έγινε πιο εύκολο, αφού οι συνεργοί του ο ένας μετά τον άλλον έπεφταν σε αντιφάσεις.
Ο Λυμπέρης ομολόγησε πρώτος:<< Δεν ήθελα να κάνω κακό στα παιδιά μου. Έριξα καύσιμο στην ντουλάπα για να πιάσει φωτιά το δωμάτιο της πεθεράς μου και να την τρομάξω. Τώρα ό,τι και να πω είναι αργά>>.Ο Λυμπέρης τα έλεγε όλα αυτά για να πείσει ότι το έγκλημά του δεν ήταν προμελετημένο.
Σύμφωνα με την τελευταία μαρτυρία της Βασιλικής, ο Λυμπέρης βλέποντας την γυναίκα του να σηκώνεται για να σώσει τα παιδιά, την χτύπησε δυνατά στην κοιλιά και την πέταξε στις φλόγες. Μέχρι την τελευταία στιγμή θα μπορούσε να τους σώσει αλλά προτίμησε να τους κλειδώσει στο φλεγόμενο σπίτι και να καούν ζωντανοί.
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΥΜΠΕΡΗ:
Ο άνθρωπος που παρέδωσε στο πυρ τα ίδια του τα παιδιά, μαζί με την γυναίκα του και την πεθερά του, αρχικά ήταν ψύχραιμος στην απολογία του. Γενικά προσπάθησε να δείξει ότι η γυναίκα του δεν ήταν άξια σύζυγος και μαζί της είχε τεταμένη σχέση εξαιτίας της πεθεράς του, η οποία εμπλέκονταν στην οικογένεια τους. Ο Λυμπέρης είπε ότι πριν βάλει φωτιά μίλησε με την πεθερά του και του είπε ότι η Βασιλική με τα παιδιά της λείπουν για το Πέραμα.
Υποστήριξε ότι δεν χτύπησε την γυναίκα του την ώρα του εμπρησμού, ούτε ποτέ άκουσε να ουρλιάζουν τα παιδιά του. Ο Λυμπέρης έκλεισε την απολογία του με τον εξής τρόπο:<<Δεν είμαι τρελός, ούτε έκανα ποτέ τον τρελό. Μια νύχτα μόνο βρέθηκα σε σημείο τρέλας ,προσπαθώντας να βρω μια λύση στην οικογενειακή μου τραγωδία. Αν πιστεύει το δικαστήριο ότι έκαψα εις γνώσεις μου τα παιδιά μου, τότε δεν αξίζει να ζήσω >>.
ΟΙ ΠΟΙΝΕΣ:
Ο Βασίλης Λυμπέρης και ο συνεργός του Παύλος Αγγελόπουλος καταδικάστηκαν τέσσερις φορές σε θάνατο, όσο ήταν και τα θύματα τους. Όταν το δικαστήριο ανακοίνωσε τις ποινές, μόνο η μάνα του Λυμπέρη ακούστηκε να λέει σπαρακτικά:<< Βασίλη μου!>> Για εκείνη ήταν το παιδί της, ενώ για τους άλλους ήταν ένας αδίστακτος φονιάς. Από το υπόλοιπο ακροατήριο δεν υπήρξε καμία αντίδραση, αφού όλοι άκουσαν αυτό που περίμεναν.
Δείτε ακόμα: Το πιο αιμοσταγές έγκλημα που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, από έναν “φιλήσυχο τσαγκάρη”. Η μεγαλύτερη μαζική δολοφονία
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Ο δικηγόρος του τον συμβούλεψε να ζητήσει αναίρεση της δίκης, καθώς υπήρχαν πληροφορίες ότι η χούντα θα καταργούσε την θανατική ποινή. Ο Λυμπέρης όμως αρνήθηκε, είχε αποφασίσει ότι του άξιζε μόνο ο θάνατος. Στις φυλακές της Νέας Αλικαρνασσού ήταν ένας υποδειγματικός κρατούμενος. Ποτέ δεν δημιούργησε πρόβλημα και διάβαζε συνέχεια την Καινή Διαθήκη.
Στον ιερέα της φυλακής είχε εξομολογηθεί ότι ήθελε να γίνει το συντομότερο η εκτέλεση του. Τα βράδια έβλεπε εφιάλτες, τα δυο του παιδιά να καίγονται, τον Γιωργάκη και την Παναγιώτα. Άνοιγε την Καινή Διαθήκη και μέσα από τις σελίδες της πρόβαλλαν και πάλι τα παιδιά του, απλώνοντας τα χεράκια τους έντρομα, και τον ρωτούσαν:<< Πατέρα γιατί μας έκαψες;>>
Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΛΥΤΡΩΣΗΣ:
Στις 24 Αυγούστου ο διευθυντής των φυλακών της Νέας Αλικαρνασσού τον κάλεσε στο γραφείο του. Ο διευθυντής ζήτησε από τον κατάδικο να καθίσει και του πρόσφερε τσιγάρο. Ο Λυμπέρης ούτε ήθελε να καθίσει ούτε να καπνίσει. Λίγο αργότερα ο διευθυντής έβαλε πίσω από τον κρατούμενο μια καρέκλα και του είπε << Αύριο είναι η μέρα…>> Ο Λυμπέρης τότε λύγισε, σωριάστηκε στην καρέκλα και ήπιε λίγο νερό. Ζήτησε να γυρίσει στο κελί του.
Το τελευταίο βράδυ ο Λυμπέρης εξομολογήθηκε και κοινώνησε. Εκεί συγκινημένοι ο ιερέας και ο φύλακας, γνωρίζοντας ότι μπροστά τους έχουν έναν ζωντανό νεκρό, του πρόσφεραν τσιγάρο και καφέ.<< Αφού κοινώνησα δεν πρέπει ούτε να καπνίσω ούτε να πιώ καφέ>> ,τους απάντησε. Του έδωσαν χαρτί και στυλό για να γράψει τις τελευταίες επιθυμίες του. Τα χέρια του μελλοθάνατου έτρεμαν. Σε λίγες ώρες θα τελείωναν οι εφιάλτες του. Δεν θα ξανά έβλεπε τα παιδιά του να τον ρωτάνε γιατί τα έκαψε….
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Στα Αοράκια, το μέρος που θα γίνονταν η εκτέλεση οι στρατιώτες πήραν τη θέση τους. Σε λίγο έφτασε ο μελλοθάνατος. Έπρεπε να ανατείλει ο ήλιος αφού σύμφωνα με το πρωτόκολλο ο θανατοποινίτης θα έπρεπε να δει το φως της ημέρας για τελευταία φορά. Στις πέντε και πενήντα ένα πρόβαλαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ο μελλοθάνατος τις κοίταξε και ο επικεφαλής είπε στους άντρες να πάρουν θέσεις. Τα όπλα τους έτρεμαν. Ήταν απλοί φαντάροι που απλώς υπηρετούσαν την θητεία τους, έπρεπε να εκτελέσουν έναν άγνωστο άνθρωπο. Ό,τι κι αν είχε κάνει ο Λυμπέρης κάνεις δεν είχε το δικαίωμα να τους κάνει φονιάδες.
Ο Βασίλης Λυμπέρης ζήτησε να του δέσουν τα μάτια και να του βουλώσουν τα αυτιά, ώστε να μην ακούει τα παραγγέλματα. Δεν υπήρξε όμως τρόπος να του ικανοποιήσουν την τελευταία του επιθυμία. Η φωνή του αξιωματικού:<<Οπλίσατε!>> Ο θανατοποινίτης πέφτει στα γόνατα .<< Σκοπεύσατε>> Ο αξιωματικός φώναξε <<πυρ!>> και ο Λυμπέρης δέχτηκε τις σφαίρες. Ήταν πια νεκρός. Το μαρτύριο του παιδοκτόνου είχε τελειώσει ,το ίδιο και των στρατιωτών. Μόνο για έναν όμως δεν είχε τελειώσει αυτό το ψυχικό βασανιστήριο, για εκείνον που έπρεπε να δώσει την χαριστική βολή.
Δείτε ακόμα: “Το έγκλημα στο Κολωνάκι με τις 97 σφυριές” «Μπορώ να σκοτώσω μ’ αυτά τα χέρια που τρέμουν;»
Η ΦΡΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ:
Ο νόμος ήταν σαφής: Για να ολοκληρωθεί η εκτέλεση θα έπρεπε να δοθεί η χαριστική βολή από τον αξιωματικό. Ο έφεδρος αξιωματικός όμως δεν είχε την δύναμη να το κάνει. Κίτρινος από τον φόβο του είπε στον λοχία:<< Δεν μπορώ να το κάνω….Ρίξε εσύ την βολή>>.Ο μόνιμος λοχίας ταράχτηκε αλλά πλησίασε τον Λυμπέρη. Θολωμένος καθώς ήταν δεν σημάδεψε με το περίστροφο του αλλά με το πολυβόλο. Δεν το ρύθμισε σε βολή κατά βολή και πάτησε την σκανδάλη.
Το πυροβόλο ήταν ρυθμισμένο σε βολή κατά ριπάς και έτσι τρεις με τέσσερις σφαίρες θρυμμάτισαν το κεφάλι του άψυχου Λυμπέρη. Η εκτέλεση είχε ολοκληρωθεί….Εκείνες τις μέρες κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι μισοί στρατιώτες είχαν στα όπλα τους άσφαιρα ώστε κανείς να μην γνώριζε αν σκότωσε η όχι. Ο λοχίας γύρισε στον θάλαμο του ράκος και με δάκρια στα μάτια είπε<< Εσείς δεν ξέρετε αν τον σκοτώσατε. Εγώ όμως ξέρω και θα το ξέρω για όλη μου την ζωή>>.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ:
Ο συνεργάτης του Λυμπέρη Παύλος Αγγελόπουλος έκανε αίτηση αναίρεσης της ποινής του και οι δικαστές έκριναν ευνοϊκά το αίτημα του. Πριν από μερικά χρόνια έδωσε συνέντευξη στην δημοσιογράφο Χαρά Φράγκου:<< Ηρεμούσα μόνο για λίγο, όταν έπεφτε ο ήλιος, γιατί ήξερα ότι το βράδυ δεν γίνονται εκτελέσεις. Από την ώρα όμως που ξημέρωνε άρχιζε το μαρτύριο μου. Φοβόμουν να πεθάνω…Όταν έδυε ο ήλιος έλεγα στον εαυτό μου “την βγάλαμε και σήμερα. Άντε να δούμε τι θα γίνει αύριο”. Ο ήλιος έγινε ο χειρότερος εχθρός μου>>.
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΝΟΣ << ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ>>:
Συγκλονιστική είναι η εξομολόγηση ενός φαντάρου, συνταξιούχου τώρα, που είπε ότι έκρυβε μέσα του τόσα χρόνια:<< Το 1968 υπηρετούσα στην Ήπειρο. Ένα πρωινό ήρθε διαταγή από το ΓΕΣ για μια μυστική άσκηση που έπρεπε να γίνει σε κάποιο νησί του Ιονίου.(Εννοούσε την Κέρκυρα.)Κοιμηθήκαμε το βράδυ και το πρωί μας ανακοίνωσαν ότι είμαστε εκτελεστικό απόσπασμα και υπάρχουν δύο κατάδικοι που πρέπει να τους σκοτώσουμε.
Ήμασταν όλοι παιδιά είκοσι ετών. Νιώσαμε πανικό. Δεν μπορούσε κανείς να πει όχι γιατί η συνέπεια θα ήταν το στρατοδικείο ακόμα και η εκτέλεση. Μας οδήγησαν στο πεδίο βολής όπου θα γινόταν η εκτέλεση. Στηθήκαμε σε απόσταση έξι βημάτων. Πέρασε ο αξιωματικός και μας έβαλε από μια σφαίρα στο Μ1.
Ο ένας μελλοθάνατος, σύμφωνα με το www.mixanitouxronou.gr ο Γιακουμάκης είχε δολοφονήσει την θεία και την ανιψιά του και τις είχε τεμαχίσει. Ο άλλος ήταν πολιτικός κρατούμενος. Όταν έγινε η εκτέλεση ,ο τελευταίος από κάθε ομάδα έπρεπε να ρίξει την χαριστική βολή. Γυρίσαμε στο στρατόπεδο και νιώθαμε απαίσια. Ήμασταν ανθρώπινα κουρέλια. Ένας συνάδελφος έφυγε με άδεια και δεν ξανά γύρισε ποτέ. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν ναυτικός και είχε ταξιδέψει με τον Γιακουμάκη. Βρέθηκε ξαφνικά απέναντί του με ένα όπλο να τον σημαδεύει. Στο τέλος τρελάθηκε, έμαθα, και πήγε σε μοναστήρι…
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ:
<< Μετά από δύο μήνες μας φώναξαν πάλι για άλλη μια εκτέλεση. Ο ένας είχε σκοτώσει μια γυναίκα και έναν τσοπάνη. Ο άλλος έναν αξιωματικό που είχε σχέση με την φιλενάδα του. Αυτή η ιστορία μας άφησε μία ρωγμή στην ψυχή μας. Πιστεύαμε ότι θα υπηρετήσουμε την πατρίδα και βρεθήκαμε να σκοτώνουμε κατόπιν εντολών. Ήταν μύθος ότι οι μισοί στρατιώτες είχαν άσφαιρα στο όπλο. Μετά από κάθε εκτέλεση υπήρχε γιατρός που μετρούσε τις σφαίρες. Μας είχαν πει ότι άμα δεν σκοτωθεί και τις ρίχναμε όλες έξω, περάσουμε όλοι στρατοδικείο και μετά απόσπασμα όλοι.
Δείτε ακόμα: Έγκλημα τιμής ή πλεκτάνη. Το χρονικό του ειδεχθούς εγκλήματος, που συγκλόνισε την Ελλάδα την δεκαετία του 60
Δεν μπορούσε κανείς να μιλήσει. Η χαριστική βολή δεν είχε απολύτως κανένα νόημα. Είναι αδύνατον να αστοχήσεις με ένα όπλο που βρίσκει στόχο στα χίλια μέτρα, πόσο μάλλον στα έξι βήματα. Τα θυμάμαι όλα. Ίσως ξεχνάω μερικές λεπτομέρειες αλλά το δέος, η ανατριχίλα και το συναίσθημα δεν θα τα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου…>>
Διαβάστε όλα τα άρθρα για την μηχανή του χρόνου στο Daddy-Cool.gr
Ειδήσεις σήμερα
- Ανακαλείται κατεψυγμένη πίτσα μετά από εντοπισμό επικίνδυνου μικροβίου
- Μερομήνια 2024 – 2025 : Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά με χιόνια και πολικό ψύχος
- Φως στο Τούνελ : Μελάνιαζε και τέζα- Η κυνική μαρτυρία της Μουρτζούκου – Τα ψέματα και οι αντιφάσεις
- Η Γη της Ελιάς : O Ιπποκράτης έδιωξε τα αδέρφια Βαρώτσου από τη Μάνη
- Οδηγός γενικής καθαριότητας για να αστράψει το σπίτι σου πριν στολίσεις για τα Χριστούγεννα